ΚΥΤΤΑΡΟΛΟΓΙΚΗ ΥΓΡΩΝ
Η κυτταρολογική εξέταση των υγρών συλλογών σωματικών κοιλοτήτων είναι η πιο απλή εξέταση για μια οριστική διάγνωση κακοήθους προέλευσης της συλλογής. Επιπλέον, κυτταρολογική εκτίμηση της περιτοναϊκής κοιλότητας και του Δουγλάσσειου χώρου μπορεί να γίνει και μετά από εκπλύση (washing). Στον ανθρώπινο οργανισμό υπάρχουν τέσσερις κοιλότητες του σώματος στις οποίες μπορεί να συσσωρευτεί υγρό (δεξιά και αριστερή πλευρική κοιλότητα, περιτοναϊκή κοιλότητα, περικαρδιακή κοιλότητα). Παρόλο αυτά υπάρχουν πάρα πολλές αιτίες εκχύσεων.
Η συσσώρευση υγρών κατατάσσεται σε 4 κατηγορίες:
Tην υδροστατική, τη μολυσματική, τη μη μολυσματική, τη φλεγμονώδη και την κακοήθη
Επίσης τα υγρά των σωματικών κοιλοτήτων διακρίνονται σε διϊδρώματα και εξιδρώματα, μια διάκριση που γίνεται με βάση τη χημική ανάλυση του υγρού. Τα διϊδρώματα έχουν χαμηλό αριθμό κυττάρων και πρωτεϊνών και προκαλούνται από καρδιακή ανεπάρκεια ή ανισσοροπία της πρωτεϊνο - ηλεκτρολυτικής αναλογίας. Τα εξιδρώματα αντίθετα έχουν υψηλή κυτταροβρίθεια, συχνά λόγω μιας ενεργούς φλεγμονώδους διαδικασίας που επηρεάζει την κοιλότητα του σώματος.
Οι υδροστατικές αιτίες της διάχυσης αντανακλούν μια ανισορροπία της ενδοαγγειακής πίεσης, της ογκοτικής πίεσης του πλάσματος, ή σε αυξημένη διαπερατότητα των τριχοειδών, με αποτέλεσμα τη ροή των συστατικών του πλάσματος σε μια κοιλότητα του σώματος. Το υγρό είναι άφθονο σε σχέση με το κυτταρικό περιεχόμενο και το επίπεδο των πρωτεϊνών στο υγρό είναι χαμηλό. Κυτταρολογικά δείγματα αυτού του τύπου υγρού διαθέτουν μικρούς αριθμούς καλοήθων μεσοθηλιακών και φλεγμονωδών κυττάρων και ενδεχομένως αίμα. Τα μεσοθηλιακά κύτταρα είναι εύκολα αναγνωρίσιμα ως καλοήθη με ελάχιστη ή καμία αντιδραστική αλλαγή.
Οι μολυσματικές διαχύσεις μπορεί να συμβούν σε οποιαδήποτε από τις κοιλότητες του σώματος και μπορεί είτε να οφείλονται στην άμεση επίδραση της εισβολής οργανισμών, είτε να αποτελούν ένα υποπροϊόν μιας φλεγμονής. Τα φλεγμονώδη και μεσοθηλιακά κύτταρα αποτελούν την πλειοψηφία των κυτταρικών στοιχείων. Ο χαρακτηρισμός της φλεγμονής μπορεί να προσφέρει στοιχεία για τον μολυσματικό οργανισμό. Παράδεγιμα, μια υψηλή συγκέντρωση λεμφοκυττάρων μπορεί να υποδεικύνει φυματίωση. Τέλος, περιστασιακές λοιμώξεις μυκήτων μπορεί να είναι παρούσες.
Οι μη μολυσματικές φλεγμονώδεις διαχύσεις δείχνουν μια υποκείμενη κατάσταση είτε αυτοάνοση (ρευματοειδής αρθρίτιδα, συστεμικός λύκος) είτε να είναι αντίδραση σε κάποιο ερέθισμα όπως για παράδειγμα η νέκρωση ιστού ή ακτινοθεραπεία. Η φλεγμονή είναι μεταβλητή και τα μεσοθηλιακά κύτταρα μπορούν να παρουσιάζουν ένα ευρύ φάσμα ατυπίας, η οποία συνήθως είναι συνεχής, σηματοδοτώντας μια καλοήθη κατάσταση.
Τέλος οι κακοήθεις διαχύσεις είναι το πρώτιστο μέλημα για την κυτταρολογική αξιολόγηση μιας σωματικής κοιλότητας. Στην μικροσκοπική εξέταση το υγρό μπορεί να έχει διάφορες μορφές ( καθαρό, αιματηρό ή εν μέρει πηχτό ) όμως το κλειδί για τη διάγνωση μιας κακοήθους διάχυσης είναι η ταυτοποίηση ενός απομονωμένου πληθυσμού κυττάρων διακριτό από το υπόστρωμα καλοηθών μεσοθηλιακών κυττάρων. Αυτά τα κύτταρα μπορεί να υπάρχουν ως ένας ομοιόμορφος πληθυσμός κακοηθών κυττάρων ( στην περίπτωση μεσοθηλιωμάτων ) ή ως δεύτερος ή ξένος πληθυσμός με υπόστρωμα αντιδραστικά μεσοθηλιακά κυττάρα ( στην περίπτωση μεταστατικών όγκων ).
Τα κυτταρολογικά υλικά μπορεί να ληφθούν:
- Mε παρακέντηση (θώρακος, περιτοναίου, περικαρδίου, δουγλασσίου)
- Mε λήψη επιχρισμάτων κατά την ενδοσκόπηση (λαπαροσκόπηση, θωρακοσκό- πηση, περικαρδιοσκόπηση)
- Mε αναρρόφηση με λεπτό καθετήρα
- Mε παροχέτευση της υπό διερεύνηση κοιλότητας (μεσοθωράκιο, περικάρδιο, περιτόναιο).
Για να αποφευχθεί πήξη του αίματος, το δείγμα λαμβάνεται σε ηπαρινισμένα δοχεία που περιέχουν 3 μονάδες ηπαρίνης ανά ml. Το δείγμα μπορεί να διατηρηθεί στο ψυγείο σε θερμοκρασία 4°C, για πολλές ημέρες χω- ρίς κανένα πρόβλημα. Στη συνέχεια το υλικό μπορεί να φυγοκεντρηθεί και το ίζημα να παρασκευαστεί σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες κυτταρολογικές μεθόδους.
Συνιστάται μάλιστα η ενεργοποίηση των μηχανισμών πήξης, μέσω προσθήκης στο ίζημα λίγων σταγόνων πλάσματος ή διαλύματος θρομ- βίνης. Για τη βελτίωση των διαγνωστικών αποτελεσμάτων, συνιστάται η χρήση του- λάχιστον 2 διαφορετικών κυτταρολογικών μεθόδων παρασκευής.
Η απλή επίστρωση του κυτταρολογικού υλικού εξασφαλίζει διαγνωστική ακρίβεια της τάξης του 10% σε περίπτωση κακοήθειας. Αντίθετα, η χρήση επιπλέον μεθόδων όπως κυτταροφυγοκέ- ντρησης, μεθόδων κυτταρολογίας υγρής φάσης ή/και εγκλεισμού του υλικού σε κύβους παραφίνης, μπορεί να αυξήσει τη διαγνωστική ακρίβεια της κυτταρολογικής εξέτασης στο 83-85%.
Η διατήρηση της περίσσειας του κυτταρολογικού υλικού στο ψυγείο, συνιστάται σε περίπτωση που θα απαιτηθεί η διενέργεια ειδικών εξετάσεων κυτταρομετρίας ροής, ηλεκτρονικής μικροσκόπησης ή κυτταρογενετικής ανάλυσης.
Συνοπτικά η κυτταρολογική εξέταση υγρών σωματικών κοιλοτήτων αποτελεί παγκοσμίως την απλούστερη, ταχύτερη και ασφαλέστερη μέθοδο διάγνωσης καρκίνου των ορογόνων, η οποία στα χέρια έμπειρου και εξειδικευμένου στον τομέα αυτόν κυτταρολόγου εμφανίζει μεγάλη διαγνωστική ακρίβεια . Η εμπειρία του κυτταρολόγου στην εξέταση υγρών σωματικών κοιλοτήτων είναι πολύ σημαντική. Αυξανόμενης της εμπειρίας, αυξάνεται η διαγνωστική ακρίβεια της μεθόδου. Το ιατρικό προσωπικό του Κυτταρολογικού Τμήματος του ALPHA PROLIPSIS έχει 10ετή εμπειρία τόσο στη διενέργεια όσο στην ερμηνεία των ευρημάτων και τη διάγνωση, με μεγάλο αριθμό ανακοινώσεων σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια και δημοσιεύσεων σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά
Για την εξασφάλιση της βέλτιστης αναπαραγωγιμότητας και αξιοπιστίας, όλες οι εξετάσεις μικροσκοπούνται από τρεις διαφορετικούς ιατρούς κυτταρολόγους. Επιπλέον για την εξασφάλιση ιχνηλασιμότητας, όλες οι απαντήσεις συνοδεύονται από εικόνες αντιπροσωπευτικών θέσεων και σχολιασμό αυτών.
Διαβάστε περισσότερα
Δειγματοληψία
Τα κυτταρολογικά υλικά μπορεί να ληφθούν:
• Mε παρακέντηση (θώρακος, περιτοναίου, περικαρδίου, δουγλασσίου)
• Mε λήψη επιχρισμάτων κατά την ενδοσκόπηση (λαπαροσκόπηση, θωρακοσκόπηση, περικαρδιοσκόπηση)
• Mε αναρρόφηση με λεπτό καθετήρα
• Mε παροχέτευση της υπό διερεύνηση κοιλότητας (μεσοθωράκιο, περικάρδιο, περιτόναιο).
Για να αποφευχθεί πήξη του αίματος, το δείγμα λαμβάνεται σε ηπαρινισμένα δοχεία που περιέχουν 3 μονάδες ηπαρίνης ανά ml. Το δείγμα μπορεί να διατηρηθεί στο ψυγείο σε θερμοκρασία 4°C, για πολλές ημέρες χω- ρίς κανένα πρόβλημα. Στη συνέχεια το υλικό μπορεί να φυγοκεντρηθεί και το ίζημα να παρασκευαστεί σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες κυτταρολογικές μεθόδους. Συνιστάται μάλιστα η ενεργοποίηση των μηχανισμών πήξης, μέσω προσθήκης στο ίζημα λίγων σταγόνων πλάσματος ή διαλύματος θρομβίνης. Για τη βελτίωση των διαγνωστικών αποτελεσμάτων, συνιστάται η χρήση τουλάχιστον 2 διαφορετικών κυτταρολογικών μεθόδων παρασκευής. Η απλή επίστρωση του κυτταρολογικού υλικού εξασφαλίζει διαγνωστική ακρίβεια της τάξης του 10% σε περίπτωση κακοήθειας. Αντίθετα, η χρήση επιπλέον μεθόδων όπως κυτταροφυγοκέ- ντρησης, μεθόδων κυτταρολογίας υγρής φάσης ή/και εγκλεισμού του υλικού σε κύβους παραφίνης, μπορεί να αυξήσει τη διαγνωστική ακρίβεια της κυτταρολογικής εξέτασης στο 83-85%.
Η διατήρηση της περίσσειας του κυτταρολογικού υλικού στο ψυγείο, συνιστάται σε περίπτωση που θα απαιτηθεί η διενέργεια ειδικών εξετάσεων κυτταρομετρίας ροής, ηλεκτρονικής μικροσκόπησης ή κυτταρογενετικής ανάλυσης.
Ενδείξεις
• Συλλογή υγρού που επιμένει για πάνω από 3 ημέρες
• Συλλογή υγρού που εμποδίζει την αναπνοή του ασθενή (θεραπευτική παρακέ- ντηση)
• Συλλογή υγρού σε ασθενή με γνωστό ιστορικό κακοήθειας
• Συλλογή υγρού σε ασθενείς με ιστορικό μακροχρόνιας έκθεσης σε αμίαντο (υποψία μεσοθηλιώματος)
• Παρακέντηση δουγλασσίου σε περίπτωση υπόνοιας ρήξης κύστης ωοθήκης, φλεγμονώδους νόσου της πυέλου ή ρήξης εκτόπου κυήσεως.
Αντενδείξεις
Ουσιαστικά δεν υπάρχουν απόλυτες αντενδείξεις. Σχετικές αντενδείξεις μπορεί να θεωρηθούν οι εξής:
1. Τοπική δερματοπάθεια στην περιοχή της παρακέντησης.
2. Σοβαρή διαταραχή των μηχανισμών πήξης του αίματος
• Χρόνος μερικής θρομβοπλαστίνης διπλάσιος του φυσιολογικού
• Αριθμός αιμοπεταλίων • Υπόνοια συνδρόμου διάχυτης ενδαγγειακής πήξης.
3. Μετατόπιση του μεσοθωρακίου προς την πλευρά της πλευριτικής συλλογής (απεικονιστικό εύρημα της ακτινογραφίας θώρακα) αποτελεί ένδειξη αρνητι- κής πλευριτικής πίεσης και βρογχικής απόφραξης.
4. Η παρακέντηση δουγλασσίου πρέπει να αποφεύγεται επίσης όταν το πίσω διαμέρισμα του δουγλασσίου περιέχει κύστεις, μάζες ή άλλα μορφώματα τα οποία μπορεί να διατρηθούν και να επιμολύνουν την περιτοναϊκή κοιλότητα.
Επιπλοκές
Παρακέντηση πλευριτικού υγρού
Σπανίως μπορεί να παρατηρηθούν οι εξής επιπλοκές:
• Πνευμοθώρακας
• Οπισθοστερνικό άλγος
• Αιμοθώρακας
• Βήχας
• Φλεγμονή.
Παρακέντηση ασκιτικού υγρού
Σπανίως μπορεί να παρατηρηθούν οι εξής επιπλοκές:
• Αιμάτωμα του κοιλιακού τοιχώματος
• Αιμορραγία
• Φλεγμονή.
Περικαρδιοκέντηση
Σπανίως μπορεί να παρατηρηθούν οι εξής επιπλοκές:
• Πνευμοθώρακας
• Τραυματισμός της καρδιάς ή κάποιου μεγάλου αγγείου
• Επιπωματισμός
• Αρρυθμίες.
Διαγνωστικές κατηγορίες - Κλινική ερμηνεία
• Αρνητικό για κακοήθη κύτταρα
Η αρνητική κυτταρολογική απάντηση δεν μπορεί να αποκλείσει πλήρως τη νεοπλασματική προέλευση της συλλογής. Σε περίπτωση που υπάρχει κλινική υπόνοια, σκόπιμη κρίνεται η επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης.
• Αρνητικό για κακοήθη κύτταρα. Εικόνα φλεγμονής
• Πυώδες υγρό: Η παρουσία πολυμορφοπυρήνων λευκοκυττάρων σε ένα υγρό είναι ένδειξη οξείας φλεγμονώδους αντίδρασης. Λοίμωξη των ορογόνων κοι- λοτήτων από πυογόνους μικροοργανισμούς (μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης, ακτινομύκης, μύκητες, παράσιτα, στρεπτόκοκκος, πνευμονιόκοκκος, σταφυλό- κοκκος, γονόκοκκος και αναερόβια βακτηρίδια) ή έντονος ερεθισμός, όπως επί οξείας παγκρεατίτιδας ή ρήξης πεπτικού έλκους.
• Οι κυριότερες παθήσεις στις οποίες παρατηρείται λεμφοκυτταρική επικράτηση σε επιχρίσματα υγρών είναι: τα χυλώδη υγρά, φυματίωση, σαρκοείδωση, ιογε- νείς λοιμώξεις, μετά από χειρουργικές επεμβάσεις της καρδιάς, λέμφωμα, χρό- νια λεμφοκυτταρική λευχαιμία και το βρογχογενές καρκίνωμα.
• Συχνές αιτίες δημιουργίας ηωσινοφιλικού υγρού είναι οι εξής: πνευμοθώρακας, πνευμονικό τραύμα, πνευμονικό έμφρακτο, αλλεργική αντίδραση, παρασιτική λοίμωξη, αυτοάνοσος νόσος, ιογεγενής ή βακτηριακή πνευμονία, περιτοναϊκή διάλυση και η νόσος του Hodgkin.
• Αρνητικό για κακοήθη κύτταρα. Εικόνα μεσοθηλιακής υπερπλασίας
Αίτια που συμβάλλουν στην παρουσία αντιδραστικών μεσοθηλιακών κυττάρων ή μεσοθηλιακής υπερπλασίας: καρδιακή νόσος (καρδιακή ανεπάρκεια), λοίμωξη (πνευ- μονία, πνευμονικό απόστημα), έμφρακτο (πνευμονική εμβολή, θρόμβωση), ηπατική νόσος (ηπατίτις, κίρρωση), νόσος του κολλαγόνου (ρευματικός πυρετός, ερυθηματώδης λύκος), νεφρική νόσος (ουρεμία), παγκρεατική νόσος (παγκρεατικός ασκίτης), ακτινοθεραπευτική αγωγή, χημειοθεραπευτική αγωγή, τραυματική βλάβη (αιμοδιάλυση, χειρουργική), χρόνια φλεγμονή, υποκείμενη νεοπλασματική νόσος.
• Παρουσία κυττάρων ύποπτων για κακοήθεια
Ο χαρακτηρισμός ενός δείγματος ως κυτταρολογικά ύποπτου γίνεται όταν τα μη φυσιολογικά κύτταρα είναι είτε πολύ λίγα είτε πολύ κακοδιατηρημένα ώστε να στηρί- ξουν μια ασφαλή κυτταρολογική διάγνωση κακοήθειας. Κάτι τέτοιο παρατηρείται στο 5% των περιπτώσεων. Πολλές φορές η επανάληψη της εξέτασης μπορεί να τεκμηριώσει την οριστική κυτταρολογική διάγνωση κακοήθειας.
• Θετικό για κακοήθη κύτταρα. Εικόνα μεσοθηλιώματος
Τρεις τύποι κακοήθους μεσοθηλιώματος αναγνωρίζονται: ο επιθηλιακός, ο σαρκωματώδης και ο μικτός.
• Θετικό για κακοήθη κύτταρα. Μεταστατικό νεόπλασμα
Συχνότερα κακοήθη νεοπλάσματα που διηθούν τις ορογόνες κοιλότητες είναι:
• Στις γυναίκες: μαστός, ωοθήκη, γαστρεντερικό, πνεύμονας και λέμφωμα
• Στους άνδρες: πνεύμονας, γαστρεντερικό και λέμφωμα
• Στα παιδιά: λευχαιμία/λέμφωμα, όγκοι από μικρά στρογγυλά κύτταρα (νευρο- βλάστωμα, νεφροβλάστωμα, ραβδομυοσάρκωμα).
Ακρίβεια - Αξιοπιστία
• Η κυτταρολογική εξέταση έχει αποδειχτεί πιο ακριβής και αξιόπιστη σε σύγκριση με την ιστολογική εξέταση τυφλών βιοψιών των ορογόνων, για την ανίχνευση μεταστατικών εστιών.
• Σε ασθενείς με κλινικά ή ιστολογικά αποδεδειγμένη μεταστατική διήθηση των ορογόνων από κάποιο νεόπλασμα, η κυτταρολογική εξέταση είναι θετική στο 71% των περιπτώσεων, έναντι μόνο 45% της ιστολογικής εξέτασης τυφλών βιοψιών της περιοχής.
• Η καλλιέργεια του κυτταρολογικού υγρού είναι πιο αξιόπιστη ως μέθοδος για τη διάγνωση της φυματίωσης, σε σύγκριση με τη λήψη βιοψίας από τον υπεζωκότα.
• Ψευδώς αρνητικές απαντήσεις ανέρχονται σε έναν αρκετά σημαντικό αριθμό. Υπολογίζεται ότι η διαγνωστική ευαισθησία της κυτταρολογικής εξέτασης στη διάγνωση κακοήθειας είναι μόνο 58%. Το ποσοστό αυτό αυξάνει σε 60-96% όταν πολλαπλασιάζονται τα κυτταρολογικά δείγματα που λαμβάνονται από την ύποπτη συλλογή.
• Ψευδώς θετικές απαντήσεις δίνονται σε λιγότερο από 1% των καλοήθων εξεργασιών. Ψευδώς θετικές ή ψευδώς ύποπτες για κακοήθεια διαγνώσεις δίνονται αρκετές φορές λόγω εκσεσημασμένης ατυπίας των μεσοθηλιακών κυττάρων.
• Σε παιδιά η παρουσία λεμφοειδών κυττάρων στα υγρά είναι δυνατόν να προκα- λέσει ψευδώς θετικές απαντήσεις και πιο συγκεκριμένα διάγνωση λεμφώματος ή νευροβλαστώματος.
Χρήσιμες πληροφορίες - Kλινικο-εργαστηριακή συσχέτιση
• Έντονη ατυπία των μεσοθηλιακών κυττάρων μπορεί να παρατηρηθεί σε καταστάσεις όπως αναιμία, κίρρωση, ερυθηματώδης λύκος, πνευμονικό έμφρακτο, νεφρική ανεπάρκεια και AIDS.
• Η φυματιώδης πλευρίτιδα έχει χαρακτηριστική αλλά μη ειδική κυτταρολογική εικόνα. Η διάγνωσή της πρέπει να επιβεβαιώνεται και ιστολογικά. Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει μη φυματιώδεις φλεγμονώδεις εξεργασίες, το λεμφοκυτταρικό λέμφωμα και τη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία.
• Η ρευματοειδής πλευρίτιδα παρατηρείται σε λιγότερο από 5% των ασθενών που πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα και συνήθως η κλινική της εκδήλωση έπεται των λοιπών συμπτωμάτων της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Η πλευριτική συλλογή μπορεί να είναι μονόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη ή και να συνοδεύεται από περικαρδιακή συλλογή και μπορεί να επιμείνει ακόμη και για χρόνια. Η κυτταρολογική εικόνα δεν είναι χαρακτηριστική, άρα ούτε και παθογνωμονική. Απαραίτητη είναι η διενέργεια βιοψίας για την επιβεβαίωση της διάγνωσης και τον αποκλεισμό κακοήθειας.
• Το 1/3 των ασθενών που πάσχουν από συστηματικό ερυθηματώδη λύκο αναπτύσσουν πλευριτικές ή περικαρδιακές συλλογές. Περιτοναϊκές συλλογές παρατηρούνται μεν, αλλά πολύ σπανιότερα. Τα διαγνωστικά κύτταρα LE (Lupus Erythematosus) παρατηρούνται μόνο στο 27% των περιπτώσεων.
• Πολλές ιογενείς πνευμονίες είναι δυνατόν να προκαλέσουν τον σχηματισμό πλευριτικής συλλογής με μη ειδικά κυτταρολογικά ευρήματα. Τα παθογνωμονικά κυτταρολογικά ευρήματα προσβολής από τον ιό του έρπητα ή τον κυτταρομεγαλοϊό σπάνια ανιχνεύονται στα υγρά των κοιλοτήτων.
• Οι μύκητες προσβάλλουν συνήθως ανοσοκατασταλμένους ασθενείς. Ωστόσο, η παρουσία τους σπάνια περιγράφεται στα υγρά των κοιλοτήτων.
• Όλα τα νεοπλάσματα δεν έχουν την ίδια τάση να χορηγούν μεταστάσεις στις ορογόνους κοιλότητες. Η πιο συχνή αιτία κακοήθους πλευριτικής συλλογής είναι το λέμφωμα στα παιδιά, ο καρκίνος μαστού σε γυναίκες και ο καρκίνος του πνεύμονα στους άνδρες.
• Η πιο συχνή αιτία κακοήθους περιτοναϊκής συλλογής είναι το λέμφωμα στα παιδιά, ο καρκίνος των ωοθηκών σε γυναίκες και ο καρκίνος του γαστρεντερικού συστήματος στους άνδρες.
• Ο συχνότερος καρκίνος που πρωτοεκδηλώνεται με τη μορφή κακοήθους πλευριτικής συλλογής είναι αυτός του πνεύμονα. Ο καρκίνος του μαστού αντίθετα, πολύ σπάνια παρουσιάζει ως πρώτη κλινική εκδήλωσή του τον σχηματισμό κακοήθους συλλογής.
• Τα πιο συχνά νεοπλάσματα που έχουν ως αρχική εκδήλωση τον σχηματισμό περιτοναϊκής συλλογής είναι ο καρκίνος του εντέρου και του παγκρέατος στους άνδρες και ο καρκίνος των ωοθηκών στις γυναίκες. Άλλοι όγκοι που μπορεί σπανιότερα να πρωτοπαρουσιαστούν με τη μορφή κακοήθους συλλογής είναι το μελάνωμα, το λέμφωμα και το μεσοθηλίωμα. Σε μερικές περιπτώσεις η πρωτοπαθής εστία δεν ανιχνεύεται ποτέ.
• Η παρουσία νεοπλασματικών συλλογών συνδυάζεται με πολύ κακή πρόγνωση.
• Τo κακόηθες μεσοθηλίωμα σχηματίζει οζίδια, ακτινολογικά ορατά ως πάχυνση του ορογόνου. Η πλειοψηφία των ασθενών παρουσιάζει ως αρχικό σύμπτωμα μονόπλευρη υπεζωκοτική συλλογή. Η διαφορική διάγνωση πρέπει να περιλαμβάνει τα αντιδραστικά μεσοθηλιακά κύτταρα, τον ορώδη θηλώδη όγκο του περιτοναίου και τη μεταστατική διήθηση από αδενοκαρκίνωμα. Στην πραγματικότητα, το 68% των αρχικών κυτταρολογικών εξετάσεων παθολογικών πλευριτικών συλλογών από ασθενείς οι οποίοι τελικά αποδείχτηκε ότι είχαν μεσοθηλίωμα, ήταν αρνητικές για κακοήθεια. Αυτό οφείλεται βασικά στην αραιοκυτταρικότητα του δείγματος. Άλλες μέθοδοι που μπορούν να βελτιώσουν τη διαγνωστική ακρίβεια της κυτταρολογικής εξέτασης είναι η μορφομετρία, η κυτταροφωτομετρική ποσοτικοποίηση του DNA και η κυτταρομετρία ροής. Η κυτταρομετρία ροής αναγνωρίζει την ανευπλοειδία μόνο στο 50% των περιπτώσεων. Η κυτταρογενετική ανάλυση, με τεχνικές ανοσο- φθορίζοντος in situ υβριδισμού (FISH), έχει πολύ υψηλή διαγνωστική ευαισθησία και ειδικότητα. Η χρήση ανοσοκυτταροχημικών μεθόδων βοηθά στη διαφορική διάγνωση μεταξύ μεσοθηλιώματος και μεταστατικού αδενοκαρκινώματος. Τα αγ- γειοσαρκώματα και τα αιμαγγειοενδοθηλιώματα μιμούνται την κλινική, ακτινολο- γική και κυτταρολογική εικόνα των μεσοθηλιωμάτων, για το λόγο αυτό η χρήση ανοσοκυτταροχημικών μεθόδων καθίσταται απαραίτητη.
• Το πρωτοπαθές λέμφωμα είναι Β-κυτταρικής αρχής, εκ μεγάλων κυττάρων και δεν συνοδεύεται από ύπαρξη μάζας ή λεμφαδενοπάθειας. Τις περισσότερες φορές παρατηρείται σε ασθενείς που έχουν μολυνθεί από τον ιό HIV, αλλά και σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση. Η μέση επιβίωση δεν ξεπερνά τους 6 μήνες.
• Τα πλακώδη καρκινώματα σπάνια μεθίστανται στις ορογόνους κοιλότητες και στην περίπτωση που κάτι τέτοιο συμβεί, έχει ήδη εκδηλωθεί η πρωτοπαθής εστία. Τα πιο συχνά πλακώδη καρκινώματα που παρατηρούνται σε κυτταρολογικά υλικά από τις ορογόνους κοιλότητες είναι αυτά του πνεύμονα, του λάρυγγα και του γυναι- κείου γεννητικού συστήματος.
• Τα μικροκυτταρικά καρκινώματα που μεθίστανται στις ορογόνους κοιλότητες έχουν χαρακτηριστική κυτταρολογική εικόνα.
• Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι στο 5% των περιπτώσεων μελανώματος, οι ασθενείς παρουσιάζουν ως αρχικό εύρημα μία μετάσταση χωρίς γνωστή πρωτοπαθή
εστία ή με ιστορικό υποστραφείσας μελαγχρωματικής δερματικής αλλοίωσης. Η διάγνωση του μελανώματος είναι αρκετά δυσχερής σε υγρά, ωστόσο η χρήση ανοσοκυτταροχημικών μεθόδων μπορεί να βοηθήσει σημαντικά.
• Η κυτταρολογική διάγνωση μεταστατικής διήθησης μιας ορογόνου κοιλότητας από μη Hodgkin λέμφωμα αποτελεί σπάνια την πρώτη εκδήλωση της ανωτέρω κακοήθειας. Η κυτταρολογική ταξινόμηση του λεμφώματος δεν έχει τις περισσότερες φορές νόημα, γιατί έχει ήδη προηγηθεί ιστολογική του εξέταση. Η διαφορική διάγνωση των λεμφωμάτων από μικρά κύτταρα περιλαμβάνει τη φυματίωση.
• Το λέμφωμα Hodgkin μπορεί να σχηματίσει τόσο καλοήθεις όσο και κακοήθεις συλλογές στις ορογόνους κοιλότητες. Οι κακοήθεις συλλογές είναι πολύ σπάνιες και όταν παρατηρούνται, δεν αποτελούν ποτέ την αρχική εκδήλωση της νόσου.
• Το πολλαπλούν μυέλωμα μεθίσταται συχνότερα στον υπεζωκότα.
• Η οξεία και η χρόνια λευχαιμία μπορεί να διηθήσουν τις ορογόνους κοιλότητες.
• Όλα τα σαρκώματα μπορούν να χορηγήσουν μεταστάσεις στις ορογόνους κοιλότητες, ωστόσο κάτι τέτοιο παρατηρείται πολύ σπανιότερα απ’ ό,τι σε άλλες μορφές καρκίνου και μάλιστα σε πολύ προχωρημένα στάδια της νόσου.
• Η κυτταρολογική διαφορική διάγνωση σε εξιδρώματα που περιέχουν αποφολι- δωμένα μικρά έως μετρίου μεγέθους στρογγυλά κακοήθη κύτταρα περιλαμβάνει ένα αδενοκαρκίνωμα (μαστού, πνεύμονα ή στομάχου), ένα κακόηθες λέμφωμα, το πολλαπλούν μυέλωμα, το κακόηθες μελάνωμα, το σεμίνωμα και το μικροκυτταρικό αδιαφοροποίητο καρκίνωμα. Η χρήση ανοσοκυτταροχημικών μεθόδων με μια σειρά αντισωμάτων βοηθά πολλές φορές στη διαφορική διάγνωση.
• Στις περιπτώσεις που υπάρχει δυσχέρεια να τεθεί ασφαλής κυτταρολογική διάγνωση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με σημαντική επιτυχία ο ανοσοκυτταροχημικός έλεγχος και η κυτταρομετρία ροής. Η ανοσοκυτταροχημεία έχει βρεθεί ότι βοηθά στην ανίχνευση μεταστάσεων από λοβιακό καρκίνωμα του μαστού, στη διάκριση μεσοθηλιώματος από αδενοκαρκίνωμα και στον εντοπισμό της πρωτοπαθούς νεοπλασματικής εστίας σε ασθενείς με άγνωστη ή πολλαπλές πρωτοπαθείς εστίες. Η κυτταρομετρία ροής μπορεί να ελέγξει τον λεμφοκυτταρικό πληθυσμό ή να προσδιορίσει τα νεοπλασματικά κύτταρα με ανοσοφαινοτυπική προσέγγιση και DNA ανάλυση.
Ενδείξεις παρακέντησης ασκιτικού υγρού
-Βακτηριολογική, κυτταρολογική και ενζυματική διαφοροδιάγνωση ασκίτη
-Ανακουφιστική παρακέντηση σε μαζικό ασκίτη
-Παροχέτευση ασκίτη σε περιτονίτιδα και αποστήματα
Αντενδείξεις παρακέντησης ασκιτικού υγρού
1 . Αδιόρθωτη αιμορραγική διάθεση
2 . Προηγούμενες κοιλιακές χειρουργικές επεμβάσεις με υποψία συμφύσεων
3 . Σοβαρή διάταση του εντέρου
4 . Κυτταρίτιδα στο σημείο της παρακέντησης
Τεχνική παρακέντησης ασκιτικού υγρού
Υλικά
1 . Αποστειρωμένα υλικά κάλυψης ασθενούς και ένδυσης ιατρού
2 . Φιάλες κενού ή σακούλες παροχέτευσης
3 . Σωλήνες συλλογής
4 . 18G βελόνες (θεραπευτική παρακέντηση)
5 . Διάλυμα αποστείρωσης του δέρματος
7 . 1 % ή 2 % λιδοκαΐνη με επινεφρίνη για την τοπική αναισθησία
8 . 5 cc σύριγγα με βελόνα 25G για την αναισθησία διείσδυσης, σύριγγα 20-50 ml με πράσινη βελόνα-21G (διαγνωστική παρακέντηση)
9 . Εάν είναι διαθέσιμο, ένα μηχάνημα υπερήχων γίνεται πολύ καλύτερα η παρακέντηση
Πριν την παρακέντηση
1 . Αποκτήστε τη συναίνεση του ασθενούς
2 . Ενημερώστε τον ασθενή για πιθανές επιπλοκές (μόλυνση, υπόταση) και για τη θεραπεία
3 . Εξηγήστε τα σημαντικότερα βήματα της διαδικασίας
4 . Ο ασθενής πρέπει να ουρήσει προηγουμένως
5 . Γίνεται αντισηψία του δέρματος και τοπική αναισθησία
6 . Να έχετε σταματήσει 7 ημέρες τυχόν αντιπηκτικά και ασπιρίνη
7 . Να ελέγχεται η πήξη του αίματος
-Διαγνωστική παρακέντηση:
1 . Πάρτε το ιστορικό του ασθενούς και κάντε φυσική εξέταση για να εντοπίσετε το ασκιτικό υγρό
2 . Αν ένα μηχάνημα υπερήχων είναι διαθέσιμο, προτιμήστε η παρακέντηση να γίνει με υπερηχογραφική καθοδήγηση
3 . Τοποθετήστε τον ασθενή σε ύπτια θέση, με το κεφάλι λίγο σηκωμένο. Επιλέξτε και σημαδέψτε τη θέση στο κοιλιακό τοίχωμα για την παρακέντηση
4 . Φορέστε αποστειρωμένη ρόμπα, γάντια και μάσκα
5 . Χρησιμοποιήστε το αντισηπτικό διάλυμα του δέρματος να καθαρίσετε το δέρμα πάνω από την προτεινόμενη θέση παρακέντησης, και τοποθετήσετε το αποστειρωμένο πεδίο
6 . Αναισθητοποίηση του δέρματος πάνω από το προτεινόμενο σημείο τρυπήματος με τη λιδοκαΐνη με 5 cc σύριγγα με την προσαρτημένη βελόνα 25G. Αναρροφήστε περιοδικά. Εάν επιστρέφει ασκητικό υγρό, απομακρύνετε τη βελόνα ελαφρά για να βάλετε αναισθησία στους κατάλληλους ιστούς.
7 . Η διαγνωστική παρακέντηση γίνεται με σύριγγα 20-50 ml με πράσινη βελόνα (21G), εισάγεται με ταυτόχρονη αναρρόφηση, για ελαφρά αντίσταση στη διάτρηση της περιτονίας, στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Σε περίπτωση μαζικού ασκίτη για να αποφευχθεί η εκροή υγρού μετά την αφαίρεση της βελόνας συστήνεται ζικ-ζακ παρακέντηση, δηλαδή υποδόρια παρακέντηση και μετά μετατόπιση βελόνας στον υποδόριο ιστό και μετά παρακέντηση περιτοναίου. Η σύριγγα γεμίζεται και μετά αφαιρείται η βελόνα και τοποθετείται στην περιοχή επικολλητικός επίδεσμος.
-Θεραπευτική παρακέντηση
1 . Πάρτε το ιστορικό του ασθενούς και κάντε φυσική εξέταση για να εντοπίσετε το ασκιτικό υγρό
2 . Αν ένα μηχάνημα υπερήχων είναι διαθέσιμο, προτιμήστε η παρακέντηση να γίνει με υπερηχογραφική καθοδήγηση
3 . Τοποθετήστε τον ασθενή σε ύπτια θέση, με το κεφάλι λίγο σηκωμένο. Επιλέξτε και σημαδέψτε τη θέση στο κοιλιακό τοίχωμα για την παρακέντηση
4 . Φορέστε αποστειρωμένη ρόμπα, γάντια και μάσκα
5 . Χρησιμοποιήστε το αντισηπτικό διάλυμα του δέρματος να καθαρίσετε το δέρμα πάνω από την προτεινόμενη θέση παρακέντησης, και τοποθετήσετε το αποστειρωμένο πεδίο
6 . Αναισθητοποίηση του δέρματος πάνω από το προτεινόμενο σημείο τρυπήματος με τη λιδοκαΐνη με 5 cc σύριγγα με την προσαρτημένη βελόνα 25G. Αναρροφήστε περιοδικά. Εάν επιστρέφει ασκητικό υγρό, απομακρύνετε τη βελόνα ελαφρά για να βάλετε αναισθησία στους κατάλληλους ιστούς.
7 . Συνδέστε τη 18G βελόνα στο ελεύθερο άκρο του σωλήνα συλλογής αίματος και στο υπόλοιπο σύστημα συλλογής ασκιτικού υγρού.
8 . Εισάγετε τη βελόνα 18G κάθετα στo σημείο παρακέντησης μέχρι η βελόνα να είναι 5mm - 1 εκατοστό από την επιφάνεια του δέρματος. Ανοίξτε το three-way του σωλήνα. Ασκητικό υγρό θα πρέπει να αρχίσει να ρέει μέσα στο μπουκάλι.
9 . Για να αλλάξετε τις φιάλες κενού ή τα σακουλάκια κλείστε το three-way του σωλήνα. Ανοίξτε ξανά το three-way του σωλήνα όταν θα έχετε αλλάξει τη φιάλη ή τη σακούλα.
10 . Όταν η παρακέντηση τελειώσει, απλά αφαιρέστε τη βελόνα από το κοιλιακό τοίχωμα. Τοποθετήστε έναν επίδεσμο με μικρή πίεση στο σημείο της παρακέντησης.
11 . Έχετε τον ασθενή σε ύπτια θέση για 2-4 ώρες. Σε διαφυγή υγρού τοποθετείται σακουλάκι παροχέτευσης stoma, για την προστασία του δέρματος και την μέτρηση υγρών.
Επιπλοκές παρακέντησης ασκιτικού υγρού
Το υγρό δεν ρέει με το άνοιγμα του three-way του σωλήνα. Ελέγξτε τη θέση της εισαγωγής και το βάθος της εισαγωγής, με τον U/S, ή την κλινική εξέταση. Ρυθμίστε το βάθος της εισαγωγής ή επιλέξτε μια άλλη περιοχή που μπορεί να έχει εγκυστωμένο υγρό
Το υγρό είναι πυώδες. Εισάγετε τη βελόνα στο χώρο της γνωστής συλλογής υγρού. Παρατηρήστε κλινικά για τις επόμενες 24 ώρες για σημεία ή συμπτώματα περιτονίτιδας
Το υγρό είναι αιματηρό. Αποφύγετε την εισαγωγή πάνω από τις φλέβες. Να ελέγχετε το χρόνο πήξης πριν από την παρακέντηση. Αποσύρετε τη βελόνα
Υπόταση μετά τη διαδικασία. Δεν πρέπει να αφαιρούνται πάνω από 4-5 λίτρα υγρού. Σε υπόταση χορηγήστε IV υγρά, τοποθετήστε τον ασθενή σε Trendelenberg θέση, και χορηγήστε 1-2 μονάδες λευκωματίνη
Τρόπος δειγματοληψίας ΕΝΥ
Η λήψη του ΕΝΥ γίνεται με οσφυονωτιαία παρακέντηση από τον κλινικό ιατρό. Προηγείται η διαδικασία αντισηψίας. Ακολουθεί εισαγωγή της ειδικής βελόνας στο Ο3-Ο4 ή Ο4-Ο5, ή Ο5-Ι1 και αργή λήψη του εγκεφαλονωτιαίου υγρού.
Το υλικό που υποβάλλεται για κυτταρολογική
εξέταση μπορεί να είναι μέχρι και μόνο 1 ml, ωστόσο η ποσότητα που θεωρείται επαρ- κής είναι τα 3 ml. Σε περίπτωση που υπάρχει υπόνοια κακοήθειας, καλό είναι να υποβάλλονται για κυτταρολογική εξέταση 10 ml εγκεφαλονωτιαίου υγρού.
Το υλικό πρέπει να μεταφέρεται στο κυτταρολογικό εργαστήριο φρέσκο και όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, με σκοπό την αποφυγή εκφυλιστικών αλλοιώσεων (πριν περάσουν 2 ώρες από την οσφυονωτιαία παρακέντηση). Εάν το υλικό δεν πρόκειται να παρασκευαστεί αμέσως, καλό είναι να διατηρείται στο ψυγείο σε θερμοκρασία 4°C. Σε περίπτωση που το υλικό δεν πρόκειται να παρασκευαστεί εντός 48 ωρών από τη λήψη του, τότε προκειμένου να διατηρηθεί, εμπλουτίζεται με ίση ποσότητα διαλύματος αιθανόλης 50%.
Ενδείξεις κυτταρολογικής εξέτασης ΕΝΥ
Η κυτταρολογική ΕΝΥ αποσκοπεί στα εξής:
• Αποκλεισμό της μεταστατικής διήθησης του χώρου που καταλαμβάνει φυσιο- λογικά το εγκεφαλονωτιαίο υγρό από κάποιο νεόπλασμα.
• Εκτίμηση πιθανής φλεγμονής του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Συνήθως η κυτταρολογική ΕΝΥ ζητείται από τους νευρολόγους σε περίπτωση:
• Έναρξης επιληπτικών κρίσεων
• Αλλαγής των κλινικών εκδηλώσεων γνωστής επιληπτικής διαταραχής
• Αιφνίδιας έντονης κεφαλαλγίας
• Αλλαγής της νευρολογικής εικόνας καρκινοπαθούς
• Κεφαλαλγίας που συνοδεύεται με εμπύρετο.
Διαγνωστικές κατηγορίες - Κλινική ερμηνεία κυτταρολογικής ΕΝΥ
• Αρνητικό για κακοήθη κύτταρα. Φυσιολογικό
Φυσιολογικά, το ΕΝΥ περιέχει λίγα λεμφοκύτταρα και μονοκύτταρα σε αναλογία 7:3.
• Αρνητικό για κακοήθη κύτταρα. Φλεγμονώδες
• Πολυμορφοπυρηνικός τύπος του ΕΝΥ είναι συμβατός με μυκητιασικές, μικροβιακές και πρωτοζωικές λοιμώξεις, καθώς επίσης και με την αρχόμενη φάση της φυματιώδους μηνιγγίτιδας.
• Λεμφοκυτταρικός τύπος του ΕΝΥ είναι συμβατός με ιογενείς λοιμώξεις, καθώς επίσης και με την τελική φάση της φυματιώδους μηνιγγίτιδας.
• Σημαντική αύξηση των ηωσινόφιλων πολυμορφοπυρήνων είναι ένδειξη παρασιτικής λοίμωξης (π.χ. κυστικέρκωση).
• Οι μυκητιασικές φλεγμονές παρατηρούνται συχνότερα σε ανοσοκατασταλμένους και σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιβιοτικά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
• Η κυτταρολογική εξέταση του ΕΝΥ δεν μπορεί να προσδιορίσει τον ακριβή αι τιολογικό παράγοντα της λοίμωξης. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό με καλλιέργεια, μέτρηση τίτλου αντισωμάτων και PCR.
• Αρνητικό για κακοήθη κύτταρα. Αντιδραστικό
• Ο τύπος λεμφοκυττάρων μπορεί να προσδιοριστεί με μεθόδους κυτταρομετρίας ροής, κάτι πολύ χρήσιμο σε περιπτώσεις λεμφώματος ή λευχαιμίας. Μονοκλωνικός πληθυσμός λεμφοκυττάρων είναι συμβατός με λευχαιμία, ενώ αντίθετα η πολυκλωνικότητα των λεμφοκυττάρων αποκλείει τις περισσότερες φορές την περίπτωση λεμφοϋπερπλαστικής εξεργασίας.
• Η διάγνωση αγγειακών διαταραχών (αγγειακό επεισόδιο, ρήξη ανευρύσματος, τραυματισμός) ή απομυελινωτικών παθήσεων δεν μπορεί να στηριχθεί στα ευρήματα της κυτταρολογικής εξέτασης, τα οποία είναι μη ειδικά. Στις περιπτώσεις αυτές παρατηρείται μικτός κυτταρικός πληθυσμός.
• Θετικό για κακοήθη κύτταρα
• Σε περίπτωση νεοπλάσματος, η κυτταρολογική εξέταση του ΕΝΥ βοηθά στη διάγνωση τυχόν διήθησης από νεοπλασματικά κύτταρα, στη σταδιοποίηση του νεοπλάσματος και στη συνέχεια στην παρακολούθηση της ακολουθούμενης θεραπευτικής αγωγής.
• Η παρουσία κακοήθειας μπορεί να διαπιστωθεί εύκολα στην κυτταρολογική εξέταση. Οι πρωτοπαθείς νεοπλασίες ενοχοποιούνται μόνο για το 6% του συνόλου των θετικών κυτταρολογικών εξετάσεων
• Σε περίπτωση που υπάρχει ισχυρή κλινική ή ακτινολογική υπόνοια διήθησης των μηνίγγων από νεόπλασμα και η κυτταρολογική εξέταση είναι αρνητική, πρέπει να ακολουθεί επανάληψη της κυτταρολογικής εξέτασης μετά από παρακέντηση σε άλλη θέση του νωτιαίου μυελού. Η καρκινωματώδης μηνιγγίτιδα είναι εκ φύσεως πολυεστιακή και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αρνητικής κυτταρολογικής εικόνας σε περίπτωση που το υλικό λαμβάνεται από θέσεις μακριά από την εστία της καρκινικής διήθησης. Έχει υπολογιστεί ότι η πιθανότητα ανίχνευσης καρκινικής διασποράς στο ΕΝΥ αυξάνει από 45% στην πρώτη κυτταρολογική εξέταση σε 90% σε περίπτωση που υπάρξει και δεύτερη κυτταρολογική εξέταση.
• Η παρακολούθηση του κυτταρικού τύπου του ΕΝΥ είναι σημαντική για την εκτίμηση της επιτυχίας της ακολουθούμενης θεραπευτικής αγωγής.
Ακρίβεια - Αξιοπιστία κυτταρολογικής ΕΝΥ
• Η κυτταρολογική εγκεφαλονωτιαίου υγρού είναι θετική για κακοήθεια στο 60% των περιπτώσεων μεταστατικής διήθησης των λεπτομηνίγγων από κάποιο νεόπλασμα. Η διαγνωστική ευαισθησία της μεθόδου εξαρτάται από τον αριθμό των δειγμάτων που εξετάζονται, τον όγκο και την ποιότητα του κυτταρολογικού υλικού καθώς επίσης και από την έκταση της διήθησης των λεπτομηνίγγων από το υπό διερεύνηση νεόπλασμα. Ένας όγκος που προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα δεν πρόκειται να δώσει θετική κυτταρολογική εγκεφαλονωτιαίου υγρού, παρά μόνο αφού διηθήσει μια κοιλία ή τον υπαραχνοειδή χώρο.
• Η διαγνωστική ευαισθησία της κυτταρολογικής εγκεφαλονωτιαίου είναι 54% για ένα δείγμα και 84% για δύο δείγματα.
• Η διαγνωστική ευαισθησία της μεθόδου κυμαίνεται στο 38% όταν η νόσος είναι εστιακή και 66% όταν η διήθηση των λεπτομηνίγγων από το νεόπλασμα είναι εκτεταμένη.
• Εχει βρεθεί ότι μόνο το 50% των ασθενών με μικροδιήθηση των λεπτομηνίγγων από οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία παρουσιάζουν ύποπτα ή θετικά για κακοήθεια ευρήματα στην κυτταρολογική εγκεφαλονωτιαίου υγρού.
• Η διαγνωστική ειδικότητα της συγκεκριμένης εξέτασης είναι υψηλή. Οι ψευδώς θετικές κυτταρολογικές απαντήσεις δεν ξεπερνούν το 2-3%, ωστόσο το πραγματι κό ποσοστό ίσως να είναι μικρότερο, αφού η εφαρμοζόμενη θεραπεία μπορεί να εξαλείψει τη νεοπλασματική εστία πολύ πριν τη διενέργεια βιοψίας. Η πιο συχνή αιτία ψευδώς θετικών απαντήσεων είναι οι περιπτώσεις στις οποίες διαγιγνώσκεται λέμφωμα ή λευχαιμία σε ασθενείς που πάσχουν από ιό του έρπη ζωστήρα, κρυπτοκοκκική μηνιγγίτιδα, ιογενή μηνιγγίτιδα, νόσο του Lyme καθώς και σε περιπτώσεις επιμόλυνσης του δείγματος με αίμα.
Κακοήθεις υπεζωκοτικές συλλογές
Οι υπεζωκοτικές συλλογές που συνοδεύουν κακοήθη νοσήματα αποτελούν συχνό διαγνωστικό και θεραπευτικό πρόβλημα. Τρεις τύποι νεοπλασμάτων (καρκίνος πνεύμονα, καρκίνος μαστού και λεμφώματα) είναι υπεύθυνοι για το 75% των δευτεροπαθών κακοήθων υπεζωκοτικών συλλογών. Σπάνια μια συλλογή υγρού μπορεί να συνοδεύει νεόπλασμα χωρίς να οφείλεται σε άμεση προσβολή του υπεζωκότα από τον όγκο (παρακαρκινική συλλογή). Κύρια συμπτώματα είναι δύσπνοια και αμβλύ άλγος στο ημιθωράκιο, αλλά 25% των περιπτώσεων είναι ασυμπτωματικές κατά τη διάγνωση. Αυτή επιβεβαιώνεται με κυτταρολογική εξέταση του υγρού (θετική μέχρι 87%), με κλειστή βιοψία υπεζωκότα ή με θωρακοσκόπηση. Η θεραπευτική αντιμετώπιση συνίσταται στη συστηματική χημειοθεραπεία του όγκου (εφόσον είναι χημειοευαίσθητος) και στον περιορισμό της αναπαραγωγής του υγρού, κυρίως με χημική πλευρόδεση. Για την τελευταία έχουν δοκιμασθεί πολλές ουσίες, καμία όμως δεν είναι ιδεώδης. Τα καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται με ταλκ ή με παράγωγα τετρακυκλινών. Γενικά η πρόγνωση των κακοήθων υπεζωκοτικών συλλογών είναι πτωχή, εκτός από τις περιπτώσεις οπου ο πρωτοπαθής όγκος ανταποκρίνεται στη χημειοθεραπεία.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΤΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΚΑΚΟΗΘΩΝ ΥΠΕΖΩΚΟΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ
Τρεις τύποι νεοπλασμάτων είναι υπεύθυνοι για το 75% των δευτεροπαθών κακοήθων υπεζωκοτικών συλλογών1. Περίπου 30% των περιπτώσεων οφείλονται σε καρκίνο του πνεύμονα (υπεζωκοτικές συλλογές αναπτύσσονται στό 10% των ασθενών με βρογχογενή καρκίνο), 25% σε καρκίνο του μαστού (όπου μπορεί να εμφανισθεί ως πρώτο σημείο υποτροπής ακόμη και πολλά χρόνια μετά τη θεραπεία του αρχικού όγκου3), και 20% σε λεμφώματα. Από τις υπόλοιπες περιπτώσεις, 6% οφείλονται σε καρκίνο ωοθήκης και 3% σε σαρκώματα, ενώ σε 5-10% των ασθενών ο πρωτοπαθής όγκος δεν ανευρίσκεται4.
Ένας κακοήθης όγκος μπορεί να οδηγήσει σε σχηματισμό υπεζωκοτικής συλλογής είτε άμεσα (με τη μορφή υπεζωκοτικών μεταστάσεων) είτε έμμεσα. Στον βρογχογενή καρκίνο ο σπλαγχνικός υπεζωκώς στην πλευρά του όγκου προσβάλλεται με τη μορφή καρκινικών εμβόλων στην πνευμονική αρτηρία, ενώ ο τοιχωματικός μπορεί να προσβληθεί από τον σπλαγχνικό εξ επαφής. Αμφοτερόπλευρη προσβολή του υπεζωκότα συνήθως σημαίνει ηπατικές μεταστάσεις1. Στα λοιπά νεοπλάσματα η προσβολή του υπεζωκότα αφορά συχνότερα στο τοιχωματικό πέταλο και συνήθως οφείλεται σε διασπορά από το ήπαρ.
Η μεταστατική προσβολή του υπεζωκότα μπορεί να οδηγήσει τόσο σε αυξημένη εισροή πρωτεϊνούχου υγρού στην υπεζωκοτική κοιλότητα, όσο και σε αδυναμία απαγωγής της λέμφου λόγω αποφράξεως των στομίων των λεμφαγγείων και/ή προσβολής των λεμφαδένων του μεσοθωρακίου (όπου κυρίως εκβάλλουν τα λεμφαγγεία του υπεζωκότα), φαίνεται δε οτι ο συνδυασμός των δύο μηχανισμών ευθύνεται για τη δημιουργία των υπεζωκοτικών συλλογών στους περισσότερους ασθενείς5. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί οτι μόνον οι μισοί ασθενείς με υπεζωκοτικές μεταστάσεις παρουσιάζουν συλλογή υγρού. Η παρουσία υγρού φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με την προσβολή των μεσοθωρακικών λεμφαδένων παρά με την έκταση της μεταστατικής προσβολής του υπεζωκότα1.
Τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί οτι καίριο ρόλο ως μεσολαβητής στο σχηματισμό πλευριτικών συλλογών (κακοήθων και μη) παίζει ο αυξητικός παράγων του αγγειακού ενδοθηλίου (vascular endothelial growth factor, VEGF), ο οποίος είναι ισχυρός επαγωγέας (inducer) της διαπερατότητας των αγγείων. Διάφοροι τύποι κυττάρων όπως μεσοθηλιακά, φλεγμονώδη και κακοήθη κύτταρα του υπεζωκοτικού χώρου συμβάλλουν στη συσσώρευση VEGF στο πλευριτικό υγρό. Με τη σειρά του ο VEGF είναι βιολογικά ενεργός και προάγει την αύξηση του όγκου, γεγονός που προάγει την κακοήθη συλλογή. Ήδη υποβάλλονται σε κλινικές μελέτες φαρμακευτικές ουσίες που ανταγωνίζονται τη δράση του VEGF, με σκοπό να ανακόψουν τον φαύλο αυτό κύκλο6. Η επιτυχής έκβαση τέτοιων μελετών αναμένεται να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των κακοήθων συλλογών.
Ο όρος ‘παρακαρκινικές συλλογές' (paramalignant effusions) χαρακτηρίζει συλλογές υγρού που δεν οφείλονται σε άμεση προσβολή του υπεζωκότα από νεοπλασία, αλλά ωστόσο σχετίζονται με τον πρωτοπαθή όγκο4. Τα αίτια μπορεί να είναι μεταποφρακτική πνευμονία με παραπνευμονική συλλογή, απόφραξη του θωρακικού πόρου με αποτέλεσμα χυλοθώρακα, πνευμονική εμβολή, και διίδρωση υγρού λόγω υπολευκωματιναιμίας, περικαρδιακής προσβολής ή μεταποφρακτικής ατελεκτασίας. Αν δεν υπάρχει άλλο κώλυμα για χειρουργική αντιμετώπιση του πρωτοπαθούς όγκου, οι συλλογές αυτές δεν αποτελούν από μόνες τους αντένδειξη για επέμβαση. Έχει βρεθεί οτι περίπου 5% του συνόλου των ασθενών με καρκίνο πνεύμονα και συλλογή υγρού μπορούν να υποβληθούν σε θεραπευτική χειρουργική εκτομή. Ακτινοβολία και χημειοθεραπεία (μεθοτρεξάτη, προκαρβαζίνη, κυκλοφωσφαμίδη και μπλεομυκίνη) μπορεί επίσης να προκαλέσουν υπεζωκοτικές συλλογές. Τέλος, υγρό μπορεί να συγκεντρωθεί στον υπεζωκότα εξαιτίας μιας συνυπάρχουσας, μη κακοήθους πάθησης, όπως η καρδιακή ανεπάρκεια.
Διαγνωστική παρακέντηση
Αποτελεί την επόμενη διαγνωστική κίνηση μετά την κλινική και ακτινολογική διαπίστωση συλλογής υγρού. Το υγρό είναι εξίδρωμα, συχνά με πολύ υψηλή τιμή LDH. Μπορεί να είναι αιμορραγικό (η κακοήθεια αποτελεί τη συχνότερη αιτία αιμορραγικού υγρού), αλλά οι μισοί ασθενείς έχουν Η κυτταρολογική εξέταση του υγρού κατά Παπανικολάου αποβαίνει θετική σε 40-87% των περιπτώσεων. Αυτό σημαίνει οτι μια αρνητική κυτταρολογική εξέταση με κανένα τρόπο δεν αποκλείει την ύπαρξη κακοήθειας. Η συχνότητα ανεύρεσης καρκινικών κυττάρων στο υγρό εξαρτάται από το είδος του όγκου (σπάνια θετική σε πλακώδες καρκίνωμα πνεύμονα, συχνότερα θετική σε αδενοκαρκίνωμα). Το εργαστήριο θα πρέπει να εξετάζει τόσο κυτταρικά μπλοκ όσο και επιχρίσματα από το υγρό. Η πιθανότητα ανεύρεσης κακοήθων κυττάρων αυξάνεται με την εξέταση περισσοτέρων του ενός δειγμάτων υγρού από διαφορετικές παρακεντήσεις. Συνεπώς, αν η πρώτη κυτταρολογική εξέταση αποβεί αρνητική, ο κλινικός γιατρός μπορεί είτε να την επαναλάβει είτε να προχωρήσει σε μια από τις άλλες τεχνικές που αναφέρουμε στη συνέχεια.
Κακοήθης συλλογή ως πρώτη εκδήλωση υποκειμένου καρκίνου
Όχι σπάνια μια κακοήθης υπεζωκοτική συλλογή αποτελεί την πρώτη εκδήλωση ενός κατά τα άλλα αφανούς νεοπλάσματος. Οι Bonnefoi και Smith εξέτασαν 42 διαδοχικούς ασθενείς που παραπέμφθηκαν στο Royal Marsden Hospital του Λονδίνου με κακοήθη υπεζωκοτική συλλογή και καταρχήν αφανή πρωτοπαθή εστία. Η περαιτέρω έρευνα έδειξε τελικά πρωτοπαθή όγκο του πνεύμονα σε 15 από αυτούς (36%). Οι Abbruzzese και συν. υπολόγισαν οτι οι κακοήθεις υπεζωκοτικές συλλογές αποτελούσαν το 12% των ασθενών με άγνωστο πρωτοπαθές νεόπλασμα σε μια μεγάλη σειρά 657 ασθενών. Τέλος, πρόσφατη ανασκόπηση των Pavlidis και συν.15 αναφέρει οτι σε 7% των κακοήθων πλευριτικών συλλογών η πρωτοπαθής εστία παραμένει άγνωστη. Οι συγγραφείς θεωρούν οτι η ομάδα αυτή των ασθενών έχει πτωχή πρόγνωση.
Πόσο σχολαστικά θα πρέπει να ερευνάται ένας ασθενής που παρουσιάζει κακοήθη κύτταρα στην εξέταση του υγρού, χωρίς άλλα κλινικά ή παρακλινικά σημεία που να εντοπίζουν την πρωτοπαθή εστία της κακοηθείας; Οπωσδήποτε δεν θα πρέπει να διαφύγουν από τη διαγνωστική διερεύνηση νεοπλάσματα για τα οποία υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία (π.χ. καρκίνος μαστού). Σε κάποιες περιπτώσεις, ο ανοσοϊστοχημικός έλεγχος των κυττάρων του πλευριτικού υγρού μπορεί να οδηγήσει σε ανίχνευση της πρωτοπαθούς εστίας, προτείνει να γίνονται στις περιπτώσεις αυτές αξονικές τομογραφίες θώρακος και κοιλίας, μαστογραφίες και γυναικολογικός έλεγχος. Αν οι εξετάσεις αυτές αποβούν αρνητικές, δεν συνιστάται περαιτέρω εξονυχιστική έρευνα, δεδομένου οτι χωρίς θεραπεία η πρόγνωση είναι γενικά πτωχή, με μέση επιβίωση των ασθενών περί τους 3 μήνες.
Σημειώνεται ιδιαίτερα ότι η βρογχοσκόπηση δεν φαίνεται να έχει σημαντική διαγνωστική απόδοση σε κακοήθεις υπεζωκοτικές συλλογές άγνωστης πρωτοπαθούς εστίας όταν δεν συνυπάρχουν άλλα ακτινολογικά ευρήματα (π.χ. μάζα ή ατελεκτασία). Έτσι, σε μια σειρά 140 ασθενών από την Taiwan με υπεζωκοτική συλλογή προς διερεύνηση, η βρογχοσκόπηση έδωσε διαγνωστικό αποτέλεσμα σε 81% όταν οι ασθενείς είχαν συγχρόνως και αιμόπτυση, σε 78% όταν συνυπήρχε και άλλη ακτινολογική ανωμαλία, αλλά μόνο σε 16% όταν η πλευριτική συλλογή ήταν η μόνη ανωμαλία. Στη μελέτη των Feinsilver και συν., σε 45 ασθενείς με κακοήθεις ή αδιευκρίνιστες υπεζωκοτικές συλλογές βρέθηκαν συνολικά 12 βρογχογενή καρκινώματα, από τα οποία η βρογχοσκόπηση διέγνωσε μόνο τα 3.Τόσο οι συγγραφείς αυτοί όσο και οι Bonnefoi και Smith δεν συνιστούν τη βρογχοσκόπηση ως εξέταση ρουτίνας στη διερεύνηση κακοήθων υπεζωκοτικών συλλογών αν δεν συντρέχουν άλλοι λόγοι.
Ως προς τη θεραπευτική αντιμετώπιση των υπεζωκοτικών συλλογών με άγνωστη πρωτοπαθή εστία, εφόσον η λειτουργική κατάσταση των ασθενών το επιτρέπει, μπορεί να δώσει κανείς εμπειρική χημειοθεραπεία, ενώ σε αντίθετη περίπτωση θα περιορισθεί σε συμπτωματική αντιμετώπιση. Για παράδειγμα, στη μελέτη των Bonnefoi και Smith που προαναφέραμε,13 σε 37/42 ασθενείς δόθηκε χημειοθεραπεία, με την οποία 32/37 (86%) είχαν αντικειμενική ανταπόκριση του υγρού (διάμεση διάρκεια της ανταπόκρισης 6 μήνες), ενώ 29/37 (78%) είχαν συμπτωματική βελτίωση. Η διάμεση επιβίωση για όλη την ομάδα ήταν 12 μήνες (από 3 ως >60).
Παρακέντηση για λήψη πλευριτικού υγρού
Συμμετοχή του υπεζωκότα παρατηρείται στο 8-15% των ασθενών με καρκίνο πνεύμονα
Θα πρέπει να γίνεται παρακέντηση
Η κυτταρολογική εξέταση του πλευριτικού υγρού είναι πιο ευαίσθητη από τη διαδερμική βιοψία του υπεζωκότα (οι μεταστάσεις στον σπλαχνικόυπεζωκότα είναι πιο συχνές)
Κυτταρολογία πλευριτικού υγρού
Η διαγνωστική αξία της κυτταρολογικής εξέτασης κυμαίνεται μεταξύ 62-90%
Αυξάνεται με δεύτερη παρακέντηση (27%)
Η αυξημένη ποσότητα πλευριτικού υγρού δεν αυξάνει την ευαισθησία
Γιατί να επιλέξει κάποιος φίλος το κέντρο μας για να κάνει κυτταρολογική εξέταση :
Δημιουργήσαμε ένα χώρο με άμεση πρόσβαση (δίπλα στο σταθμό ΜΕΤΡΟ Κατεχάκη) με πολύ μεράκι και αγάπη, με σκοπό να δώσουμε στους ασθενείς και ιατρούς τη δυνατότητα να μας γνωρίσουν και να κάνουν στο κέντρο μας αυτή την τόσο σημαντική ιατρική εξέταση.Εμείς κάνουμε ταυτόχρονα και την επεξεργασία και τη διάγνωση των κυτταρολογικών εξετάσεων .
Πέραν όμως του πολύ χαμηλού οικονομικού κόστους, οι υπηρεσίες μας είναι πολύ υψηλής ποιότητας και για το λόγο αυτό είμαστε ένα από τα ελάχιστα κυτταρολογικά εργαστήρια στην Ελλάδα που έχουν διαπιστευθεί κατά ELOT EN ISO 15189. Η πιστοποίησή μας αυτή δεν είναι κενό γράμμα, αλλά αντανακλά την συνολική προσπάθειά μας να παρέχουμε αξιόπιστες, διεθνώς αναγνωρισμένες ιατρικές υπηρεσίες, εφαρμόζοντας ένα Σύστημα Ολικής Διαχείρισης Ποιότητας και δίνοντας σημασία σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες που μας φέρνουν πιο κοντά στα σύγχρονα Ευρωπαϊκά Πρότυπα. Επιγραμματικά και μόνο θα αναφερθώ σε μερικά από τα χαρακτηριστικά που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε:
Άνετοι και λειτουργικοί χώροι δειγματοληψίας
Μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας (δύο μηχανήματα κυτταρολογίας υγρής φάσης, σύστημα αυτόματης χρώσης, κυτταροφυγόκεντροι, μικροσκόπια με καμέρα)
Άριστα εκπαιδευμένο προσωπικό
Οι 4 ιατροί κυτταρολόγοι του κέντρου μας είναι καταξιωμένοι επιστήμονες διεθνούς εμβέλειας, με πλούσιο επιστημονικό έργο
Τηρούμε πλήρες αρχείο πλακιδίων και παραπεμπτικών σε βάθος 10ετίας
Εφαρμόζουμε μέτρα εσωτερικού ελέγχου ποιότητας
Συμμετέχουμε σε προγράμματα εξωτερικού ελέγχου ποιότητας
Κάθε εξέταση μικροσκοπείται από 2 τουλάχιστον κυτταρολόγους
Έκδοση απάντησης εντός 24 ωρών
Απάντηση με εικόνες από αντιπροσωπευτικές θέσεις
Σχολιασμός εικόνων από ειδικό κυτταρολόγο
Δωρεάν παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, εαν χρειαστεί από τον Επιστημονικό διευθυντή και τους γιατρούς μας