Πρόκειται για μία φλεγμονώδη διαταραχή του θυρεοειδή αδένα, με ήπιες έως έντονες εκδηλώσεις διάρκειας αρκετών εβδομάδων, που συνήθως αποκαθίσταται πλήρως στην πορεία του χρόνου. Αποτελεί το 5% όλων των κλινικών θυρεοειδοπαθειών, απαντάται 5 φορές συχνότερα στις γυναίκες που βρίσκονται στη μέση ηλικία ή στην εφηβεία και είναι συχνότερη κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Κλινικά, η νόσος εμφανίζεται συνήθως 2-8 εβδομάδες μετά από προηγηθείσα ιογενή λοίμωξη του ανωτέρου αναπνευστικού. Οι ιδιαίτερες εκδηλώσεις αυτού του τύπου θυρεοειδίτιδος συνοψίζονται στα ακόλουθα:
(α) Ανάπτυξη φλεγμονής και ήπια διόγκωση του θυρεοειδούς (βρογχοκήλη), με ταυτόχρονη σημαντικού βαθμού καταστροφή του αδένα. Αυτή η κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα την έκλυση μεγάλων ποσοτήτων αποθηκευμένων ορμονών Τ3 και Τ4 προς την κυκλοφορία και ανάπτυξη κλινικής και εργαστηριακής εικόνας υπερθυρεοειδισμού.
(β) Σε επίπεδο συμπτωμάτων, αρχικά διαπιστώνονται σημεία λοίμωξης όπως φαρυγγίτιδα, εύκολη κόπωση, χαμηλός πυρετός και μυαλγίες. Στη συνέχεια ο πυρετός αυξάνει και προστίθεται πόνος που εντοπίζεται στην πρόσθια επιφάνεια του λαιμού.
Ενίοτε, ο πόνος μπορεί να επεκτείνεται και προς τη γωνία της γνάθου και τα ώτα, προκαλώντας δυσκολία στην κατάποση. (γ) Ακολούθως, οι βλάβες σταδιακά υποχωρούν και επανέρχεται η φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς, αφού όμως προηγουμένως αναπτυχθεί στις περισσότερες περιπτώσεις μία μικρή περίοδος υποθυρεοειδισμού. Η διάγνωση, τίθεται με τη βοήθεια της κλινικής εξέτασης του πάσχοντος, σε συνδυασμό με τα αιματολογικά ευρήματα, τα οποία ποικίλλουν ανάλογα με τη φάση εξέλιξης της νόσου και πρέπει να εκτιμώνται μόνο από ειδικό (Ενδοκρινολόγο).
Σημειώνεται ότι η ταχύτητα καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ΤΚΕ) είναι σχεδόν πάντοτε πολύ αυξημένη, εύρημα που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της διάγνωσης. Εξέταση με υπέρηχο ή σπινθηρογράφημα είναι επίσης πιθανό να χρειαστούν. Η θεραπεία της θυρεοειδίτιδος De Quervain πρέπει πάντοτε να εξατομικεύεται.
Συνίσταται στη χορήγηση υψηλών δόσεων αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, ενώ επί μη-ανταπόκρισης σε αυτά δίδεται ειδικό σχήμα αγωγής με κορτιζόνη για τουλάχιστον 6 εβδομάδες. Τέλος, επί σοβαρής κλινικής εικόνας υπερθυρεοειδισμού, χορηγούνται ειδικά αντιαρρυθμικά φάρμακα για τη βελτίωση τόσο της ταχυκαρδίας όσο και της λοιπής σχετικής συμπτωματολογίας.
Ενίοτε, η χορήγηση θυροξίνης μπορεί επίσης να εφαρμοστεί στη φάση του υποθυρεοειδισμού και για βραχύ διάστημα. Όσον αφορά τέλος στην πρόγνωση της νόσου, τονίζεται για ακόμη μία ακόμη φορά ότι η υποξεία θυρεοειδίτιδα De Quervain ιάται συνήθως αυτόματα μέσα σε εβδομάδες ή μήνες. Εντούτοις, σπανιότερα μπορεί η βλάβη να διαρκέσει για χρόνια, με ξαφνικές εξάρσεις των φλεγμονωδών εκδηλώσεων. Έτσι, ενώ στο 90-95% των περιπτώσεων παρατηρείται ταχεία και πλήρης αποκατάσταση στο φυσιολογικό, στο υπόλοιπο 5-10% μπορεί να παραμείνει μόνιμος υποθυρεοειδισμός που να χρειάζεται αγωγή υποκατάστασης με θυροξίνη δια βίου.