Η τραχηλίτιδα (cervicitis) είναι μια λέξη που φοβίζει τις γυναίκες, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια απλή φλεγμονή του τραχήλου. Η κατάληξη «-ίτιδα» σημαίνει φλεγμονή ενός συγκεκριμένου οργάνου. Ο τράχηλος είναι το κατώτερο τμήμα της μήτρας, το οποίο προβάλλει μέσα στον κόλπο. Η φλεγμονή μπορεί να αφορά τον ενδοτράχηλο και τα κύτταρα του μονόστιβου κυλινδρικού επιθηλίου των ενδοτραχηλικών αδένων, όμως μπορεί να προσβάλει και το πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο στον εξωτράχηλο, το οποίο είναι άμεση συνέχεια του επιθηλίου του κόλπου. Η φλεγμονή μπορεί να συνοδεύεται από αιδοιοκολπίτιδα. Η κύρια νοσηρότητα αφορά την ανιούσα λοίμωξη στη μήτρα και στα εξαρτήματα (φλεγμονώδης νόσος της πυέλου – Φ.Ν.Π.), η οποία οδηγεί σε χρόνιο κοιλιακό άλγος και στειρότητα. Σε μεγάλο ποσοστό των περιπτώσεων δεν ανευρίσκεται συγκεκριμένο αίτιο.
Τα συχνότερα αίτια είναι οι μικροοργανισμοί Chlamydia trachomatis και Neisseria gonorrhoeae (γονόκοκκος), με συχνότερη τη χλαμυδιακή λοίμωξη. Μικρό ποσοστό ασθενών με λοιμώξεις από C. trachomatis ή γονόκοκκο αναπτύσσει τραχηλίτιδα. Σε λίγες περιπτώσεις, ευθύνεται λοίμωξη με απλό έρπητα (Herpes simplex virus – HSV) ή τριχομονάδα, τα οποία προσβάλλουν κυρίως το πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο του εξωτραχήλου. Σπανιότερα ενοχοποιούνται άλλα παθογόνα, όπως οιστρεπτόκοκκοι (ομάδας Α και Β), ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV), το Mycoplasma genitalium και η “βακτηριακή κόλπωση” (bacterial vaginosis)
Λοιμώδη αίτια
- Chlamydia trachomatis
- Neisseria gonorrhoeae
- Απλός έρπητας (Herpes simplex virus-HSV)
- Trichomonas vaginalis -τριχομονάδα
- Ureaplasma urealyticum
- Mycoplasma genitalium
Σπανιότερα λοιμώδη αίτια
- Στρεπτόκοκκοι (ομάδας Α και Β),
- Bacteroides spp, Κυτταρομεγαλοϊός (CMV) Άλλα αίτια
Τραυματισμοί (π.χ. από διάφραγμα, κολπικά υποθέματα)
Νεοπλασία, κακοήθεια
Συστηματικές φλεγμονώδες νόσοι (νόσος Behcet)
Ακτινοβολία
Υπερευαισθησία ή χημικός ερεθισμός από λάτεξ,
Κολπικές πλύσεις ή αντισυλληπτικές κρέμες κ.ά.
Τα λοιμώδη αίτια είναι συνηθέστερα σε εφήβους και νεαρές ενήλικες. Ο κίνδυνος μετάδοσης είναι περίπου 20%-50% ανά σεξουαλική πράξη. Η επίπτωση της γονοκοκκικής λοίμωξης μειώνεται σταθερά τα τελευταία έτη, ενώ η επίπτωση της γονοκοκκική και χλαμυδιακής συλλοιμώξεως φθάνει το 15%-20%. Τα συμπτώματα είναι συνήθως μη ειδικά, και πολλές ασθενείς είναι ασυμπτωματικές (ιδιαίτερα σε χλαμυδιακές λοιμώξεις).
Οι περισσότερες ασθενείς παρουσιάζονται με κολπική έκκριση ή αιμόρροια (κυρίως μετά τη συνουσία). Άλλα συχνά συμπτώματα είναι η δυσουρία ή συχνουρία (σε συνοδό ουρηθρίτιδα), η δυσπαρεύνια και, σε περίπτωση προσβολής του ανώτερου γεννητικού συστήματος (φλεγμονώδη νόσο πυέλου ή ενδομητρίτιδα), το κοιλιακό άλγος και ο πυρετός (συχνά και σε πρωτογενή ερπητική λοίμωξη). Στη φυσική εξέταση ο τράχηλος είναι εξέρυθρος, με ή χωρίς βλεννοπυώδη έκκριση από τον ενδοτράχηλο ή στην επιφάνεια του τραχήλου. Έστω και ελαφρύς τραυματισμός της περιοχής από βαμβακοφόρο στυλεό προκαλεί αιμορραγία, λόγω ευθρυπτότητας της περιοχής. Μπορεί να παρατηρηθεί οιδηματώδες εκτρόπιο και άλγος κατά την ψηλάφηση ή κίνηση του τραχήλου (σε συνυπάρχουσα φλεγμονώδη νόσο πυέλου). Φυσαλιδώδεις βλάβες ή έλκη είναι χαρακτηριστικά ερπητικής λοίμωξης, ενώ στικτές αιμορραγίες (strawberry cervix) παραπέμπουν σε τριχομοναδική λοίμωξη. Τυχόν ανιούσα λοίμωξη μπορεί να οδηγήσει σε ενδομητρίτιδα, σαλπιγγίτιδα, σαλπιγγοωοθηκικό απόστημα ή περι-ηπατίτιδα.
Η διάγνωση είναι κλινική και βασίζεται στα δύο κύρια σημεία της βλεννοπυώδους τραχηλικής εκκρίσεως και της ευθρυπτότητας της περιοχής του ενδοτραχηλικού στομίου. Η χρώση κατά Gram αναδεικνύει πυοσφαίρια (ενδεικτικό στοιχείο βλεννοπυώδους τραχηλίτιδας από χλαμύδια ή γονόκοκκο) ή αρνητικούς κατά Gram ενδοκυττάριους διπλόκοκκους σε περίπτωση γονόρροιας. Φλεγμονώδεις βλάβες αναδεικνύονται και στο test Παπανικολάου, αλλά είναι μη ειδικές. Η θυλακιώδης τραχηλίτιδα είναι ενδεικτική, αλλά όχι παθογνωμονική για χλαμυδιακή λοίμωξη.
Για τη μικροβιολογική διάγνωση χρησιμοποιούνται ενδο- τραχηλικά ή κολπικά δείγματα ή δείγματα από ούρα, με εξίσου καλά αποτελέσματα. Όλες οι ασθενείς πρέπει να ελέγχονται και να θεραπεύονται για την παρουσία βακτηριακής κολπώσεως και τριχομονάδων. Η άμεση μικροσκόπηση υγρού επιχρίσματος (wet prep) αναδεικνύει Τ. Vaginalis με ευαισθησία περίπου 50%. Ως εκ τούτου, γυναίκες με τραχηλίτιδα και αρνητική μικροσκόπηση για τριχομονάδες θα πρέπει να ελέγχονται περαιτέρω με καλλιέργεια ή αντιγονική μέθοδο. Μοριακές μέθοδοι όπως οι ΝΑΑΤ (Nucleic Acid Amplification Testing), χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση γονοκοκκικής ή χλαμυδιακής λοιμώξεως με πολύ καλή ευαισθησία και ειδικότητα. Η διάγνωση του Μ. genitalium απαιτεί ειδικό νοσηλευτικό κέντρο.
Ανάλογα με την κλινική παρουσίαση, η ερπητική λοίμωξη επιβεβαιώνεται με ιική καλλιέργεια (ενεργές βλάβες στα γεννητικά όργανα), PCR (καλύτερη ευαισθησία), άμεσο ανοσοφθορισμό και ειδικό ορολογικό έλεγχο. Συνιστάται επίσης συμβουλευτική παρέμβαση και έλεγχο$ για HIV λοίμωξη. Η τραχηλίτιδα πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκεται από φυσιολογική λευκόρροια, κολπίτιδα, παρουσία ξένου σώματος στον κόλπο, τραχηλική εκτοπία και βακτηριακή κόλπωση.
Ο ιατρός πρέπει να αναγνωρίζει συνοδό φλεγμονώδη νόσο της πυέλου ή περι- ηπατίτιδα. Επίσης , πρέπει να υποψιάζεται σεξουαλική κακοποίηση σε περιπτώσει γονοκοκκικής ή χλαμυδιακής τραχηλίτιδας σε παιδιά πριν την ήβη. Η θεραπεία ποικίλλει ανά παθογόνο αίτιο. Εμπειρική κάλυψη μπορεί να επιλεγεί σε γυναίκες με δυσκολία στην παρακολούθηση, πρόσφατο ιστορικό χλαμυδιακής λοίμωξης ή γονόρροιας και σε ενδημικές περιοχές.
Συνήθως. περιλαμβάνει ταυτόχρονη χλαμυδιακή (ιδιαιτέρως σε ηλικίες μικρότερες των 25 ετών) και γονοκοκκική λοίμωξη. Η θεραπεία του συντρόφου εξαρτάται από τον διαγνωστικό έλεγχο. Γενικά, συνιστάται η αποχή από τη σεξουαλική δραστηριότητα μέχρι ολοκλήρωση της θεραπείας. Εάν αναγνωρισθούν περισσότερες της μιας λοιμώξεως, πρέπει όλες να θεραπεύονται. Εάν δεν αναγνωρισθεί παθογόνο, η θεραπευτική προσέγγιση είναι δυσκολότερη και χρειάζεται η γνώμη ειδικού.
Δεν συνιστάται επανέλεγχος για διαπίστωση εκριζώσεως χλαμυδιακής ή γονοκοκκικής λοιμώξεως. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις με εμμένουσα συμπτωματολογία ή μη συμμόρφωση ή εγκυμοσύνη και μετά τη χορήγηση εναλλακτικού σχήματος Θεραπείας. Ο έλεγχος πραγματοποιείται 3 εβδομάδες μετά τη θεραπεία. Επανέλεγχος σε ασθενείς υψηλού κινδύνου για επαναμόλυνση (όπως νεαρές σεξουαλικά ενεργές έφηβοι ή νεαρές ενήλικες) πραγματοποιείται εντός 4-6 μηνών μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, και οπωσδήποτε εντός έτους. Τυχόν εμμένουσα τραχηλίτιδα παρά τη θεραπεία χρήζει γνώμης ειδικού, και μπορεί να απαιτηθεί και επεμβατική γυναικολογική πράξη (ηλεκτροκαυτηριασμός , Laser, shallow loop ablation), αφού αποκλεισθεί κακοήθεια.
Σε μη λοιμώδη αίτια, η απομάκρυνση του αιτιολογικού παράγοντα (ξένο σώμα ή άλλη ερεθιστική ουσία, όπως κολπικά υπόθετα, αποσμητικά) οδηγεί σε ίαση. Η θεραπεία δεν αλλάζει σε ασθενείς με (AIDS- HIV) συλλοίμωξη, και ελαττώνει την πιθανότητα μετάδοσης HIV στο σύντροφο.