Ο καρκίνος θυρεοειδούς, δεν αποτελεί από τις πιο συχνές μορφές καρκίνου αλλά τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει σημαντική αύξηση σε όλες τις ηλικίες (2-3 % όλων των καρκίνων το 2012). Η αύξηση αυτή οφείλεται πιθανώς σε περιβαλλοντικούς παράγοντες (όπως η έκθεση σε ραδιενεργό ακτινοβολία μετά από ατυχήματα σε πυρηνικούς αντιδραστήρες) αλλά και στην αυξημένη ευαισθητοποίηση και διάγνωση αυτού του τύπου καρκίνου.
Η έγκαιρη διάγνωση του σημαίνει συνήθως και ίαση και, για το λόγο αυτό, o προληπτικός έλεγχος είναι σημαντικός. Ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι πιο συχνός στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες (3:1), αλλά είναι συνήθως πιο επιθετικός στους άνδρες ειδικά μεγαλύτερης ηλικίας. Ο καρκίνος του θυρεοειδούς ξεκινά συνήθως από μικρές διογκώσεις-ογκίδια που δημιουργούνται στο θυρεοειδή, τους λεγόμενους όζους του θυρεοειδούς. Οι όζοι του θυρεοειδούς είναι αρκετά συχνό εύρημα και η επίπτωση τους αυξάνεται με την ηλικία. Έως και 50% των ατόμων πάνω από τα 60 μπορεί να έχει όζους στον θυρεοειδή τους.
Η πλειοψηφία των όζων του θυρεοειδούς είναι καλοήθεις, δεν κρύβουν δηλαδή καρκίνο. Ένα 5-7% όμως των ψηλαφητών όζων του θυρεοειδούς (των όζων που μπορούμε δηλαδή να πιάσουμε στην κλινική εξέταση του θυρεοειδούς) είναι κακοήθεις.
Γνωστοί παράγοντες κινδύνου για τον καρκίνο του θυρεοειδούς είναι:
– Θεραπευτική ακτινοβολία στο κεφάλι και τον λαιμό, ιδιαίτερα σε παιδική ηλικία.
– Έκθεση σε ραδιενεργή ακτινοβολία.
– Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του θυρεοειδούς.
– Οζίδιο του θυρεοειδούς που αυξάνεται γρήγορα σε μέγεθος.
– Ηλικία μετά τα σαράντα. Χρόνιες παθήσεις του θυρεοειδούς, όπως αυτοάνοσες θυρεοειδίτιδες (όπως η θυρεοειδίτιδα Hashimoto) αυξάνουν την πιθανότητα για δημιουργία όζων στον θυρεοειδή αδένα αλλά και τον κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου σε έναν όζο.
Το οικογενειακό ιστορικό είναι πολύ σημαντικό. Ο κίνδυνος για εμφάνιση καρκίνου είναι έως και εξαπλάσιος αν υπάρχει πρώτου βαθμού συγγενής που έχει διαγνωσθεί με κακοήθεια, ενώ υπάρχει αυξημένος κίνδυνος και για δευτέρου και τρίτου βαθμού συγγενείς. Τα άτομα που έχουν κάποιον γνωστό παράγοντα κινδύνου δεν παρουσιάζουν πάντα καρκίνο, ενώ, στις περισσότερες περιπτώσεις που γίνεται η διάγνωση, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος γνωστός παράγοντας κινδύνου.
Για το λόγο αυτό, αν βρεθεί κάποιος όζος στον θυρεοειδή, χρειάζεται παρακολούθηση.
Ύποπτα συμπτώματα είναι:
– Μια διόγκωση στον θυρεοειδή που είναι επώδυνη και σκληρή.
– Όζος που μεγαλώνει γρήγορα.
– Η αλλαγή στη φωνή.
– Η δυσκολία στην κατάποση.
– Η παρουσία διογκωμένων λεμφαδένων στην περιοχή.
Πώς γίνεται η διάγνωση; Ο στόχος μας είναι η έγκαιρη εύρεση και αντιμετώπιση του καρκίνου. Για το λόγο αυτό θα πρέπει τακτικά ο ιατρός μας να κάνει κλινική εξέταση-ψηλάφηση του θυρεοειδούς για την πιθανή εύρεση κάποιου όζου. Η πιο ευαίσθητη μέθοδος για την εύρεση όζων του θυρεοειδούς είναι το υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς, μια απλή, φτηνή και ανώδυνη εξέταση που μας δίνει όμως πολλές πληροφορίες.
Αν βρεθεί ένας ή περισσότεροι όζοι στην κλινική εξέταση ή σε υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς, τότε θα πρέπει να υπάρξει αξιολόγηση από ενδοκρινολόγο. Η εξέταση που μπορεί να μας δείξει με σχετικά μεγάλη ακρίβεια αν ένας όζος είναι κακοήθης ή ύποπτος είναι η παρακέντηση με λεπτή βελόνη (FNA). Με την μέθοδο αυτή και χρησιμοποιώντας σαν οδηγό το υπερηχογράφημα, τοποθετούμε μια πολύ λεπτή βελόνη μέσα στον όζο και παίρνουμε κύτταρα ή υγρό τα οποία στη συνέχεια εξετάζονται με μικροσκόπιο. Ποια είναι η αντιμετώπιση του καρκίνου του θυρεοειδούς; Η έγκαιρη διάγνωση στον καρκίνο του θυρεοειδούς σημαίνει συνήθως και ίαση.
Η θεραπεία διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του καρκίνου και το αν έχει επεκταθεί εκτός του θυρεοειδούς. Το πιο βασικό βήμα είναι η σωστή χειρουργική αντιμετώπιση. Αν η διαγνωστική παρακέντηση είναι ύποπτη για καρκίνο θυρεοειδούς, τότε θα πρέπει να αφαιρεθεί όλος ο θυρεοειδής αδένας. Σε κάποιες περιπτώσει, μπορεί να χρειαστεί και συμπληρωματική θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο έτσι ώστε να καταστραφεί οποιοδήποτε υπόλειμμα του θυρεοειδούς που έχει παραμείνει από το χειρουργείο.
Σε κάθε περίπτωση ακολουθεί δια βίου θεραπεία με υψηλές δόσεις θυροξίνης και παρακολούθηση στην αρχή ανά 6 μήνες και, αν δεν υπάρχει υποψία υποτροπής, ανά έτος. Αν ανήκετε σε μια ομάδα αυξημένου κινδύνου για πιθανό καρκίνο του θυρεοειδούς, μιλήστε με έναν Ενδοκρινολόγο για να κάνετε το δικό σας πλάνο αξιολόγησης και παρακολούθησης.