Τηλέφωνο
210 9756566
Τηλέφωνο
210 6980565
Τηλέφωνο
210 9610982
Τηλέφωνο
210 6444430
Τηλέφωνο
210 6034681
Τηλέφωνο
6977430971

ALPHA PROLIPSIS

Iατρικά Εργαστήρια - Πολυϊατρεία
Τι είναι ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος - NIPT TEST

Πρόκειται για μια καινοτόμο εξέταση μη-επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου, εύκολη, ακίνδυνη και με μεγάλη ακρίβεια αποτελεσμάτων, που αναλύει το ελεύθερο εμβρυικό κυτταρικό DNA (cell free DNA-cfDNA) στο αίμα της εγκύου μητέρας. Σκοπός της είναι να δώσει μια ισχυρή ένδειξη εάν το έμβρυο έχει υψηλό ή χαμηλό ρίσκο να πάσχει από τυχόν χρωμοσωμική ανωμαλία. Το NIPT βασίστηκε στην ανακάλυψη του καθηγητή Dennis Lo και των συνεργατών του, ότι στο ολικό DNA του μητρικού πλάσματος υπάρχει παρουσία μεγάλων ποσοτήτων εμβρυϊκού DNA (3.4%-6.2%).

Ο μέσος όρος συγκέντρωσης αυτών αυξάνει κατά 12 φορές στη διάρκεια της κύησης, ενώ εξαφανίζονται δύο ώρες μετά τη γέννηση. Η μέθοδος βασίζεται σε μια νέα τεχνολογία γνωστή ως massively parallel genomics sequencing, η οποία μπορεί μέσα σε λίγες μέρες να ποσοτικοποιήσει εκατομμύρια τμήματα (fragments) ελεύθερου DNA και να δώσει αποτελέσματα με μεγάλη ευαισθησία. Μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος (Non Invasive Prenatal Test – NIPT) είναι το τεστ στο οποίο με μια απλή αιμοληψία από τη μητέρα εξετάζουμε το γενετικό υλικό (DNA) του εμβρύου που κυκλοφορεί ελεύθερα (εκτός κυττάρων) στο αίμα της για τις πιο κοινές χρωμοσωμικές ανωμαλίες και σύνδρομα. Μέχρι σήμερα ο μόνος τρόπος για να γνωρίσουμε σίγουρα εάν ένα έμβρυο έχει μια χρωμοσωμική ανωμαλία είναι με επεμβατικές εξετάσεις, όπως η λήψη τροφοβλάστης (11η – 15η εβδομάδα κύησης) ή η αμνιοπαρακέντηση (16η εβδομάδα εώς το τέλος της κύησης).

κλείστε ραντεβού τώρα !!!

Αυτές οι εξετάσεις περιλαμβάνουν τη λήψη τροφοβλάστης από τον πλακούντα ή αμνιακού υγρού από τον αμνιακό σάκο με διάτρηση του σάκου με επεμβατική βελόνα και φέρουν κίνδυνο αποβολής περίπου 0,5%. Στην εγκυμοσύνη, μετά την 10η εβδομάδα, ένα ποσοστό του ελεύθερου DNA (cell free DNA – cfDNA) στο αίμα της μητέρας, συνήθως γύρω στο 5-10%, προέρχεται από το έμβρυο.

Έτσι μπορούμε πλέον με σιγουριά και εξελιγμένες μεθόδους μοριακής ανάλυσης να ανιχνεύσουμε:

  • Το Σύνδρομο Down (τρισωμία 21) σε ποσοστό >99%
  • Το Σύνδρομο Edward’s (τρισωμία 18) σε ποσοστό 97%
  • Το Σύνδρομο Patau (τρισωμία 13) σε ποσοστό 92%
  • Το φύλο του εμβρύου προαιρετικά

Πότε πραγματοποιείται ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος;

Το μη επεμβατικό προγεννητικό τεστ μπορεί να πραγματοποιηθεί από την 10η εβδομάδα της κύησης και έπειτα, με ιδανική ηλικία κύησης την 12η εβδομάδα. Από αυτό το στάδιο της εγκυμοσύνης και μετά, το ποσοστό του εμβρυϊκού DNA στη μητρική κυκλοφορία ξεπερνά σχεδόν πάντα το 5% και καθιστά την ανίχνευσή του ικανοποιητική από τους γενετικούς αναλυτές που χρησιμοποιούνται. Νωρίτερα από αυτή την εβδομάδα το ποσοστό του εμβρυϊκού DNA μπορεί να είναι πολύ μικρό και να οδηγήσει σε αποτυχία του τεστ ή λανθασμένη διάγνωση.

Τι χαρακτηριστικά έχει;

Πρόκειται για μια ασφαλή δοκιμασία χωρίς κίνδυνο αποβολής. Έχει μεγάλη ακρίβεια (>99%) αλλά μικρότερη της αμνιοπαρακέντησης (100%) και γι’ αυτό δεν πρόκειται για διαγνωστική δοκιμασία, αλλά για δοκιμασία διαλογής (screening). Εφαρμόζεται σε μονήρεις και δίδυμες κυήσεις. Εφαρμόζεται σε κυήσεις τεχνητής γονιμοποίησης (IVF), ακόμα και σε περιπτώσεις δανεικού ωαρίου (donor egg).

Σε ποιές γυναίκες συστήνεται ο μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος;

Με βάση τις σημερινές δυνατότητες και περιορισμούς του cfDNA τεστ, το συνιστούμε κυρίως σε γυναίκες «ενδιάμεσου» κινδύνου, όπου θέλουμε μεν κάτι ισχυρότερο από την αυχενική διαφάνεια αλλά δεν έχουμε τόσο ανησυχητικά ευρήματα ώστε να συστήσουμε αμνιοπαρακέντηση. Οριοθετώντας την έννοια του «ενδιάμεσου κινδύνου» μία μελέτη από τη Δανία πρότεινε την εφαρμογή μη επεμβατικού ελέγχου στις γυναίκες εκείνες όπου η αυχενική διαφάνεια και οι ορμόνες 1ου τριμήνου δίνουν πιθανότητα μεταξύ 1:100 και 1:1000 (Petersen et al. 2014). Το 2014, από την ομάδα ερευνητών του καθηγητή Νικολαΐδη στο King’s College του Λονδίνου προτάθηκε το cfDNA τεστ να πραγματοποιείται σε γυναίκες με ρίσκο από 1:100 – 1:2500 (Gil et al., 2014). Το Αμερικάνικο Κολέγιο Μαιευτήρων Γυναικολόγων (ACOG) επεκτείνει τη σύσταση για χρωμοσωμικό έλεγχο και σε άλλες περιπτώσεις «υψηλού κινδύνου» για χρωμοσωμικές ανωμαλίες, στις οποίες περιλαμβάνονται γυναίκες με ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών, ή με θετικό ιατρικό ιστορικό.

Επίσης, το cfDNA τεστ μπορεί να προσφέρεται σε οποιαδήποτε εγκυμονούσα απλά επιθυμεί ένα ακίνδυνο τεστ υψηλής αξιοπιστίας, το οποίο μπορεί να την καθησυχάσει για το καλώς έχει του εμβρύου. Τέλος, το τεστ έχει εφαρμογή σε γυναίκες που διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο αποβολής από μια αμνιοπαρακέντηση ή λήψη τροφοβλάστης, όπως σε περιπτώσεις αιματώματος, κολπικής αιμορραγίας πρώτου τριμήνου, πολύδυμες κυήσεις.

Πώς γίνεται το τεστ;

Απαιτείται πάντα υπερηχογραφική εξέταση του εμβρύου προς καταγραφή της εμβρυϊκής καρδιακής λειτουργίας και αποκλεισμό δομικών ανωμαλιών. Αμέσως μετά παίρνουμε λίγο αίμα από το χέρι της μητέρας και το δείγμα συσκευάζεται και αποστέλλεται στο εξωτερικό. Σε πόσο καιρό θα έχω τα αποτελέσματα; Τα αποτελέσματα είναι συνήθως διαθέσιμα μέσα σε 10-14 ημέρες. Υπάρχει περίπου 1% πιθανότητα να μην έχουμε αποτέλεσμα. Αυτό δεν σημαίνει ένα θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα: είναι μια αποτυχημένη δοκιμασία, κυρίως λόγω χαμηλού εμβρυϊκού DNA στο μητρικό αίμα. Το αυξημένο βάρος της μητέρας και η πρώιμη ηλικία κύησης ενδέχεται να συμβάλλουν στην παρουσία χαμηλών επιπέδων εμβρυϊκού DNA. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα απαιτηθεί ένα επιπλέον δείγμα αίματος από τη μητέρα, το οποίο θα εξετασθεί χωρίς επιπλέον χρέωση.

Πώς εκφράζεται το αποτέλεσμα;

Το αποτέλεσμα εκφράζεται ως μία πιθανότητα. Είναι μια δοκιμασία διαλογής και όχι ένα διαγνωστικό τεστ. Ένα αποτέλεσμα χαμηλού κινδύνου σημαίνει ότι ο κίνδυνος χρωμοσωμικής ανωμαλίας είναι μικρότερος από 1:10.000 και ότι σε ποσοστό >99% το έμβρυο δεν έχει τις παραπάνω χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Ένα αποτέλεσμα υψηλού κινδύνου σημαίνει ότι σε ποσοστό >99% το έμβρυο θα έχει τρισωμία.

Τι κάνουμε στην περίπτωση ενός θετικού αποτελέσματος;

Με βάση τις δυνατότητες των τεστ που κυκλοφορούν στην αγορά και τις οδηγίες των επιστημονικών φορέων, μία έγκυος με παθολογικό αποτέλεσμα στο cfDNA τεστ πρέπει να παραπέμπεται για γενετική συμβουλή και συνιστάται επιβεβαίωση του αποτελέσματος με CVS (λήψη τροφοβλάστης) ή αμνιοπαρακέντηση. Στην ουσία κάνουμε cfDNA τεστ για το φυσιολογικό του αποτέλεσμα. Χρειάζεται η εξέταση της αυχενικής διαφάνειας; Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση να προηγείται του τεστ το υπερηχογράφημα της αυχενικής διαφάνειας, ώστε να γνωρίζουμε κατά πόσον η συγκεκριμένη εξέταση αποτελεί τη σωστή επιλογή, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα του τεστ είναι άμεσα εξαρτώμενο από το αποτέλεσμα που προκύπτει από την αυχενική διαφάνεια. Επιπλέον, στην εξέταση της αυχενικής διαφάνειας όπως γίνεται σήμερα από τους γιατρούς που είναι πιστοποιημένοι για αυτήν, γίνεται ένας πρώτος έλεγχος και για ανωμαλίες των οργάνων του εμβρύου, οι οποίες πολλές φορές είναι πολύ συχνότερες από το σύνδρομο Down (πχ οι συγγενείς καρδιοπάθειες). Όλα αυτά τα παράπλευρα οφέλη της αυχενικής διαφάνειας δεν μπορούν να αντικατασταθούν από μεθόδους όπως το cfDNA τεστ.

Χρειάζεται το υπερηχογράφημα β’ επιπέδου μετά το NIPT;

Το cfDNA τεστ είναι μία εξαιρετικά ακριβής εξέταση για το σύνδρομο Down, και σε μικρότερο βαθμό για κάποιες άλλες συχνές ανωμαλίες. Αντίθετα, ο σκοπός του υπερηχογραφήματος β’ επιπέδου (αναλυτικό υπερηχογράφημα ή «μεγάλος υπέρηχος») είναι κυρίως η διάγνωση ανωμαλιών στα όργανα του εμβρύου, οι οποίες μάλιστα είναι πολύ πιο συχνές (περίπου 2%) από τα χρωμοσωμικά σύνδρομα. Επιπλέον, στο υπερηχογράφημα εξετάζουμε τα Doppler της μητέρας για την πρόβλεψη της προεκλαμψίας και μετρούμε το μήκος του τραχήλου για την πρόβλεψη του πρόωρου τοκετού. Το cfDNA τεστ, ως εξέταση που ελέγχει μόνο για κάποια χρωμοσωμικά σύνδρομα, δεν μπορεί να διαγνώσει καμία από τις καταστάσεις που ψάχνουμε στο υπερηχογράφημα, και επομένως σε καμία περίπτωση δεν καταργεί την ανάγκη για υπερηχογράφημα β’ επιπέδου.

Περιορισμοί του μη επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου

Η δοκιμή αυτή προορίζεται κυρίως για την προγεννητική ανίχνευση των εμβρυϊκών τρισωμιών 21, 18 και 13 από την 10η εβδομάδα κυήσεως και έπειτα, αλλά όχι νωρίτερα Παρά το γεγονός ότι οι αναφερόμενες ευαισθησίες και ειδικότητες για τρισωμίες 21 και 18 είναι πολύ υψηλές (99% ή παραπάνω), η δοκιμή εξακολουθεί να είναι μια δοκιμασία διαλογής (screening). Όλα τα παθολογικά αποτελέσματα του cfDNA τεστ θα πρέπει να επιβεβαιώνονται με επεμβατικές εξετάσεις (CVS ή αμνιοπαρακέντηση) Σε περίπου το 1% των κυήσεων θα χρειαστεί να γίνει επανάληψη της δειγματοληψίας, όταν δεν ικανοποιούνται τα κριτήρια ποιοτικού ελέγχου

Στις περιπτώσεις παθολογικού αποτελέσματος σε δίδυμη κύηση, δεν υπάρχει η δυνατότητα να ξεχωρίσουμε σε ποιο από τα δύο (ή και στα 2 έμβρυα) υπάρχει η ανωμαλία. Η ακριβής διάγνωση μπορεί να γίνει με επεμβατική εξέταση. Επιπλέον, οι φυλετικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες δεν μπορούν να ανιχνευτούν στις πολύδυμες κυήσεις Το cfDNA τεστ δεν έχει σχεδιαστεί για τον εντοπισμό εμβρύων με μωσαϊκισμούς (μείγμα από φυσιολογικά και μη κύτταρα που οδηγεί συνήθως σε πιο ήπιες εμφανίσεις των κλινικών εικόνων των ανωμαλιών) ή τριπλοειδίες (69 χρωμοσώματα αντί για 46).

Η τελευταία μάλιστα είναι μια κατάσταση θανατηφόρα Δεν συστήνεται ο καθορισμός ανωμαλιών του φύλου (Χ,Υ) καθώς και μικροελλείψεων από το τεστ, καθώς εμφανίζονται πολλά ψευδώς θετικά αποτελέσματα, και δεν υπάρχουν τεκμηριωμένες μελέτες και ασφαλής μεθοδολογία

Το επιστημονικό προσωπικό της ALPHA PROLIPSIS είναι στη διάθεσή σας για την έγκυρη και άμεση ενημέρωσή σας. Με ένα τηλεφώνημα ή μια επίσκεψη στα εργαστήρια της εταιρείας, θα λύσετε όλες τις απορίες σας και θα έχετε πλήρη ενημέρωση για τις εξετάσεις που προσφέρουμε.

κλείστε ραντεβού τώρα !!!

 

Εξετάσεις Alpha Prolipsis

Απαντήσεις εντός 24 ωρών από την παραλαβή του δείγματος