Όλες οι απεικονιστικές μέθοδοι (Αξονική Τομογραφία, Μαγνητική Τομογραφία, Υπερηχογραφία γ-camera) έχουν την δυνατότητα απεικόνισης των ιστών, η κάθε μία με διαφορετικό τρόπο.
Η Υπερηχογραφία έχει το πλεονέκτημα στα όργανα που μπορεί να μελετήσει, να προσφέρει τις διαγνωστικές της πληροφορίες χωρίς ακτινοβολία. Όλες οι μέθοδοι έχουν τα όρια τους. Οι επαναλαμβανόμενη χρησιμοποίηση όλων απεικονιστικών μεθόδων μπορεί να είναι συμπληρωματική και μπορεί να βοηθήσει στην κατάληξη σε μία συγκεκριμένη διάγνωση, ιδιαίτερα στην ογκολογία
. Υπάρχουν πάντως όρια και περιορισμοί που δεν επιτρέπουν πάντοτε αυτή την προσέγγιση. Υπάρχει εξάλλου συχνά η χρήση μία από τις μεθόδους αυτές και η μελέτη ιδιαίτερα της Υπερηχογραφίας μπορεί να προσφέρει τις απαραίτητες διαγνωστικές πληροφορίες για την τελική διάγνωση.
Η προσθήκη πολλών και ¨τεχνολογικά βαρύτερων¨ εξετάσεων όπως είναι η Αξονική και Μαγνητική Τομογραφία, συχνά δεν προσφέρουν επιπλέον πληροφορίες.
Όταν η απεικονιστική διαδικασία έχει εξαντληθεί χωρίς τελική διάγνωση, οι απεικονιστικές μέθοδοι και ιδιαίτερα η Υπερηχογραφία καλούνται να οδηγήσουν λεπτή βελόνα στο όργανο ή στην βλάβη στόχο. Προκύπτει έτσι μικροσκοπικό τεμάχιο από τον παθολογικό ιστό που οδηγείται για ιστολογική εξέταση. Με την μέθοδο αυτή τις περισσότερες φορές προκύπτει τελική διάγνωση που είναι η προϋπόθεση για να αρχίσει η θεραπευτική αντιμετώπιση.
Η Υπερηχογραφία σε σχέση με τις άλλες απεικονιστικές μεθόδους έχει σημαντικό πλεονέκτημα στην καθοδήγηση της βελόνας και στην προσέγγιση το στόχου. Χάρις στο έγχρωμο Doppler μπορεί να απεικονίσει τα αγγεία του οργάνου και να τα αποφύγει ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο αιμορραγίας και επιπλοκής.
Η Υπερηχογραφικά Καθοδηγούμενη Παρακέντηση γίνεται εξάλλου σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή ο γιατρός μπορεί να παρακολουθήσει την πορεία της βελόνας σε όλη της την διαδρομή αποφεύγοντας όργανα ή ιστούς που δεν πρέπει να τραυματιστούν. Η καθοδήγηση της βελόνας με Υπερηχογραφία είναι εξάλλου σύντομη και πρακτικά ανώδυνη επειδή έχει προηγηθεί τοπική αναισθησία στην διαδρομή της βελόνας.
Η Ελαστογραφία είναι υπερηχογραφική μέθοδος μελέτης της σκληρότητας και της ελαστικότητας των ιστών. Με την Ελαστογραφία η Υπερηχογραφικά Καθοδηγούμενη Παρακέντηση γίνεται πιο εύκολη και πιο σύντομη επειδή η βελόνα καθοδηγείται στον σκληρότερο που είναι συνήθως ο παθολογικός ιστός. Αποφεύγονται έτσι παρακεντήσεις που είναι άσκοπες ενώ παρατείνουν την εξέταση και αυξάνουν τον κίνδυνο των επιπλοκών.
Τυπικό παράδειγμα εύκολης καθοδήγησης της βελόνας στον παθολογικό ιστό είναι η Υπερηχογραφικά Καθοδηγούμενη Παρακέντηση προστάτου με διορθικό υπερηχογράφημα.
Χάρις στην Ελαστογραφία ελαχιστοποιείται ο αριθμός βιοψιών του προστάτου επειδή η βελόνα καθευθύνεται στον παθολογικά σκληρότερο ιστό που έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να κρύβει καρκίνο.
Η SW Ελαστογραφία, μία σύγχρονη Ελαστογραφική Μέθοδος, προτείνει έναν νέο τρόπο ανάγνωσης των ιστών, ιδιαίτερα στα εν τω βάθει όργανα όπως το ήπαρ, που μπορεί να υποκαταστήσει την βιοψία επειδή προσθέτει σημαντικές διαγνωστικές πληροφορίες για τον ιστό.
Έτσι αποφεύγονται επεμβατικές και τραυματικές πράξεις ιδιαίτερα σε όργανα όπως ο νεφρός και το ήπαρ, οι οποίες μπορούν να προξενήσουν σημαντικό τραύμα στον ιστό και επιπλοκές. Η ιστολογική εξέταση που γίνεται στο μικροσκοπικό τεμάχιο από τον ιστό που έχει προκύψει από την υπερηχογραφικά καθοδηγούμενη παρακέντηση πραγματοποιείται από τον παθολογοανατόμο ύστερα από τομές στον ιστό, ειδικές χρώσεις και μελέτη του ιστού στο μικροσκόπιο.