Κάθε χρόνο περίπου 1,6 εκατ. γυναίκες στις ΗΠΑ υποβάλλονται σε βιοψία και στο 20% των περιπτώσεων διαγιγνώσκεται καρκίνος. Τα νέα συμπεράσματα θέτουν υπό αμφισβήτηση ένα «χρυσό» κανόνα, ότι, δηλαδή, η βιοψία δύναται να επιλύσει οποιαδήποτε αμφιβολία γεννιέται από μία ύποπτη μαστογραφία ή υπέρηχο. Οι βιοψίες στους μαστούς επιτρέπουν στους ειδικούς να διακρίνουν ανάμεσα στους υγιείς ιστούς και τον καρκίνο.
Ωστόσο δεν είναι εξίσου αξιόπιστες στην αναγνώριση πιο ασαφών αλλοιώσεων. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Journal of The American Medical Association. Εξαιτίας αυτής της αβεβαιότητας, οι γυναίκες των οποίων τα αποτελέσματα βρίσκονται στην «γκρίζα περιοχή», ανάμεσα στο φυσιολογικό και την κακοήθεια, και που έχουν διαγνωστεί με ατυπία ή ενδοπορικό καρκίνωμα in situ (DCIS), θα πρέπει να αναζητήσουν και δεύτερη γνώμη για τα αποτελέσματα της βιοψίας τους. Μία λανθασμένη «ανάγνωση» μπορεί να οδηγήσει σε χειρουργικές επεμβάσεις και περιττές θεραπείες ή να να τους αποστερήσει θεραπείες που χρειάζονται. Τα νέα συμπεράσματα των επιστημόνων θέτουν υπό αμφισβήτηση έναν χρυσό κανόνα του τομέα, ότι δηλαδή οι βιοψίες μπορούν να επιλύσουν οποιαδήποτε αμφιβολία γεννιέται από μία ύποπτη μαστογραφία ή υπέρηχο.
Στις ΗΠΑ, κάθε χρόνο περί το 1,6 εκατομμύριο γυναίκες υποβάλλονται σε βιοψία στους μαστούς και στο 20% των περιπτώσεων διαγιγνώσκεται καρκίνος. Στο 10% αναγνωρίζεται ατυπία που υποδεικνύει ότι τα κύτταρα στο εσωτερικό των πόρων του μαστού δεν είναι φυσιολογικά, χωρίς ωστόσο να είναι καρκινικά. Περίπου 60.000 γυναίκες, εξάλλου, κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται με ενδοπορικό καρκίνωμα in situ (DCIS), που σημαίνει ότι τα μη φυσιολογικά κύτταρα είναι περιορισμένα μέσα στους γαλακτικούς πόρους και έτσι δεν θεωρούνται επιθετικά. Πολλοί επιστήμονες αμφισβητούν κατά πόσον το ενδοπορικό καρκίνωμα in situ είναι στην πραγματικότητα καρκίνος.
Οι δύο κατηγορίες της «γκρίζας» ζώνης «Συχνά, πολλοί πιστεύουν ότι έπειτα από μία βιοψία θα έχουμε σαφείς απαντήσεις, αλλά η μελέτη μάς δείχνει ότι αυτό δεν ισχύει», εξηγεί η δρ Τζόαν Τζ. Ελμορ, καθηγήτρια στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, που συνυπογράφει τη νέα μελέτη. Η επιστημονική ομάδα ζήτησε από παθολογοανατόμους να εξετάσουν τα «πλακίδια» των βιοψιών και στη συνέχεια να συγκρίνουν τις διαγνώσεις τους με αυτές που έδωσε μία επιτροπή ειδικών που είχε μελετήσει τα ίδια πλακίδια. Οπως διαπιστώθηκε, υπήρχαν κάποιες σημαντικές διαφορές, κυρίως στην γκρίζα ζώνη.
To συνοδευτικό κύριο άρθρο της επιστημονικής επιθεώρησης χαρακτηρίζει τα συμπεράσματα της μελέτης «ανησυχητικά» και υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να τα λάβουν υπόψη οι παθολογοανατόμοι και οι ογκολόγοι, να συζητούν περισσότερο μεταξύ τους και να δίνουν σαφέστερους ορισμούς των διαφόρων ευρημάτων, ώστε η διάγνωση να είναι πιο ακριβής και σωστή. Επίσης, στις πιο δύσκολες περιπτώσεις θα πρέπει απαραιτήτως να ζητείται και δεύτερη γνώμη
Η δρ Ελιζα Πορτ, η οποία δεν εμπλέκεται στη μελέτη και είναι επικεφαλής του Κέντρου Μαστού Ντούνιν και επικεφαλής χειρουργικού τμήματος μαστού στο νοσοκομείο Ορος Σινά στο Μανχάταν, επισημαίνει ότι η μελέτη υποδεικνύει πόσο σημαντικό είναι να γίνεται η «ανάγνωση» των βιοψιών από εξαιρετικά εκπαιδευμένους παθολογοανατόμους που εξειδικεύονται στις ασθένειες του μαστού. Στη μελέτη της δρος Ελμορ, μία επιτροπή τριών επιστημόνων εξέτασε τα πλακίδια με τις βιοψίες 240 γυναικών (ένα πλακίδιο από κάθε μία) και κατέληξε σε ομόφωνη διάγνωση.
«Πρόκειται για πολύ πεπειραμένους παθολογοανατόμους που ειδικεύονται στους μαστούς και έχουν γράψει βιβλία για την επιστήμη τους» διευκρινίζει η δρ Ελμορ. Στη συνέχεια, τα πλακίδια μοιράστηκαν σε τέσσερις ομάδες και 60 από αυτά απεστάλησαν σε 115 παθολογοανατόμους, που ειδικεύονται στον καρκίνο του μαστού, σε οκτώ πολιτείες. Αυτοί τα «διάβαζαν» και τα προωθούσαν στον επόμενο ιατρό. Η μελέτη χρειάστηκε επτά χρόνια για να ολοκληρωθεί. Στόχος της έρευνας ήταν η σύγκριση των διαγνώσεων των παθολογοανατόμων με αυτές των ειδικών.
Υπάρχουν καλά και κακά νέα. Οταν επρόκειτο για διηθητικό καρκίνο -ο οποίος είχε αρχίσει να επεκτείνεται έξω από το στρώμα ιστού όπου είχε αρχίσει να προσβάλει υγιείς ιστούς- η διάγνωση των εξωτερικών παθολογοανατόμων συμφωνούσε με αυτή των ειδικών στο 96% των περιπτώσεων, κάτι που η δρ Ελμορ θεωρεί καθησυχαστικό. Για τα απολύτως καλοήθη ευρήματα οι εξωτερικοί παθολογοανατόμοι συμφώνησαν σε ποσοστό 87% με την επιτροπή των ειδικών, αλλά θεώρησαν ένα 13% φυσιολογικών δειγμάτων ως μη φυσιολογικά. Τα ανησυχητικά ευρήματα
Οι δύο επόμενες κατηγορίες είναι αυτές που προσδιορίζονται ως γκρίζα ζώνη. Η πρώτη είναι το ενδοπορικό καρκίνωμα in situ όπου παθολογοανατόμοι και ειδικοί συμφώνησαν στο 84% των διαγνώσεων. Ωστόσο η εξωτερική ομάδα επιστημόνων δεν κατάφερε να εντοπίσει το 13% των περιπτώσεων που εντόπισαν οι ειδικοί, ενώ διέγνωσε λανθασμένα ένα 3% των περιπτώσεων, που οι ειδικοί είχαν αποκλείσει.
Το εύρημα αυτό είναι ανησυχητικό, καθώς συχνά το DCIS εξελίσσεται σε διηθητικό καρκίνο. Συχνά αντιμετωπίζεται σαν καρκίνο πρώιμου σταδίου και θεραπεύεται με ακτινοβολίες και χειρουργείο. Αν όμως δεν διαγνωστεί, η γυναίκα μπορεί να κινδυνεύσει με καρκίνο. Ταυτόχρονα όμως η λανθασμένη διάγνωση, όταν δεν υπάρχει, καταλήγει σε περιττές θεραπείες και εξετάσεις. Η δεύτερη κατηγορία ευρημάτων είναι οι λεγόμενες ατυπίες, δηλαδή μη φυσιολογικά αλλά όχι καρκινικά κύτταρα μέσα στους πόρους του μαστού.
Κι η ατυπία «μαρτυρεί» αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού. Πολλοί επιστήμονες θεωρούν ότι αυτοί οι ιστοί πρέπει να αφαιρούνται, να εντατικοποιείται η παρακολούθηση της γυναίκας και να χορηγούνται φάρμακα. Ωστόσο, στη μελέτη οι ειδικοί και οι παθολογοανατόμοι συμφώνησαν μόνο στο 48% των διαγνώσεων ατυπίας. Οι εξωτερικοί παθολογοανατόμοι διέγνωσαν ατυπία σε ένα 17% πλακιδίων που δεν διαγνώστηκε από τους ειδικούς και έχασαν, δεν διέγνωσαν, το 35% των περιπτώσεων που διαγνώστηκε από την επιτροπή. «Ο γυναίκες με ατυπία και DCIS θα πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν πάσχουν από επιθετικό καρκίνο και ότι έχουν τον χρόνο και τη δυνατότητα να ζητήσουν και δεύτερη γνώμη», καταλήγει η δρ Ελμορ.