Η παρακέντηση με λεπτή βελόνα βιοψία (FNA) του θυρεοειδούς αδένα είναι μια αποτελεσματική εξέταση που γίνεται προκειμένου να διαγνωστεί αν ένας όζος του θυρεοειδούς είναι ή όχι κακοήθης. Η εξέταση είναι σχετικά απλή, ανώδυνη και συνήθως διαρκεί λιγότερο από 20 λεπτά.
Τα αποτελέσματα δίδονται σύντομα και βοηθούν στο να αποφασιστεί αν ο ασθενής θα αντιμετωπισθεί χειρουργικά ή με συντηρητική αγωγή.
Καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία της παρακέντησης είναι η εμπειρία του ιατρού που την εκτελεί. Η λήψη του υλικού θα πρέπει να γίνεται όχι μόνο απο τον μεγαλύτερο όζο, αλλά απο όλους τους όζους και λεμφαδένες που με βάση το υπερηχογράφημα παρουσιάζουν υπόνοια κακοήθειας.
Η χρήση των νεώτερων τεχνικών (έγχρωμη υπερηχογραφία, ελαστογραφία) επιτρέπει σε έμπειρα χέρια την λήψη υλικού απο τις περιοχές εκείνες του όζου που μπορεί να ανευρίσκονται τα καρκινικά κύτταρα κι έτσι τα ποσοστά των ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων να μειωθούν σημαντικά.
Η μόνη προετοιμασία που χρειάζεται, είναι σε εξεταζόμενους που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα αντιπηκτικά φάρμακα πρέπει να διακόπτονται. Το πόσες ημέρες πρίν πρέπει να γίνει η διακοπή, εξαρτάται απο το φάρμακο που λαμβάνετε, πάντα όμως σε συνεννόηση με τον κλινικό ιατρό που το έχει χορηγήσει. Σε άτομα που δεν λαμβάνουν αντιπηκτικά δεν χρειάζεται καμία απολύτως προετοιμασία.
Κατά την επίσκεψη σας στο ιατρείο θα πρέπει να προσκομίσετε το παραπεμπτικό του ιατρού σας, καθώς και προηγούμενες εξετάσεις (Υπερηχογράφημα, σπινθηρογράφημα κ.λπ).
Το υλικό που λαμβάνεται από την κατευθυνόμενη παρακέντηση εκτός από την κυτταρολογική εξέταση μπορεί να αποσταλεί προκειμένου να μετρηθούν τα επίπεδα διαφόρων ορμονών (π.χ. θυρεοσφαιρίνης, παραθορμόνης, κ.ά.). Με τον τρόπο αυτό λαμβάνουμε πληροφορίες για την πιθανότητα υποτροπής καρκίνου σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε θυρεοειδεκτομή, την παρουσία διηθημένων λεμφαδένων στον τράχηλο, ή παρουσία αδενωμάτων του παραθυρεοειδούς.
Το υλικό που λαμβάνουμε μπορεί επίσης να αποσταλεί για να προσδιορισθεί η παρουσία μεταλλάξεων στα γονίδια κυττάρων του όζου (π.χ. μετάλλαξη γονιδίου BRAF V600E), ώστε να εκτιμηθεί η παρουσία ή όχι επιθετικών μορφών καρκίνου.