Παρακέντηση - Βιοψία με λεπτή βελόνα (FNA) Θυρεοειδούς
Η παρακέντηση θυρεοειδούς με λεπτή βελόνη (FNA) είναι μια διαδικασία που λαμβάνει υλικό από τον όζο για ιστολογικό έλεγχο και είναι ο πλέον αξιόπιστος τρόπος για επιβεβαίωση ή αποκλεισμό παρουσίας καρκίνου. Η παρακέντηση γίνεται υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση, δηλαδή με συνεχή παρακολούθηση της βελόνας με υπέρηχο, ώστε να εξασφαλίζεται: α) ασφάλεια από πιθανή κάκωση παρακείμενων δομών β) λήψη υλικού από τον όζο και όχι από τον παρακείμενο φυσιολογικό ιστό γ) λήψη υλικού από την πιο ύποπτη περιοχή του όζου. Η FNA με υπερηχογραφική καθοδήγηση σήμερα είναι πια αποδεκτή σαν η πλέον ανώδυνη, χαμηλού κόστους σε σχέση με την ανοικτή βιοψία, εύκολη, ανεκτή από τον ασθενή, τραυματίζοντας ελάχιστα και με σπανιότατες επιπλοκές (αιμορραγία, οίδημα και φλεγμονή). Αν η παρακέντηση γίνει σωστά, η ευαισθησία της ξεπερνάει το 95%, ενώ η ειδικότητα είναι πάνω από 90% (ανάλογα με την ιστολογική διάγνωση).
Στην αρχή γίνεται λεπτομερές υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς και κάθε όζος αξιολογείται για την πιθανότητα παρουσίας ή όχι κακοήθειας.
Ταυτόχρονα με το υπερηχογράφημα εκτελείται και χαρτογράφηση , δηλ. εκτός απο τον θυρεοειδή εξετάζεται όλος ο τράχηλος με σκοπό την ανεύρεση τυχόν λεμφαδένων στους οποίους υπάρχει υπόνοια διήθησης (μετάσταση). Ετσι επιτυγχάνεται λήψη υλικού απο όλα τα ύποπτα σημεία, στην ίδια χρονική στιγμή και αποφεύγονται επανεξετάσεις που μπορεί να καθυστερήσουν ενδεχόμενη χειρουργική επέμβαση.
Στη συνέχεια μια πολύ λεπτή βελόνα (λεπτότερη απο αυτή της αιμοληψίας) καθοδηγείται σε συγκεκριμένες περιοχές του όζου, απο όπου και αναρροφώνται κύτταρα τα οποία στη συνέχεια αποστέλλονται για κυτταρολογική εξέταση ή σε ειδικές περιπτώσεις για προσδιορισμό δεικτών (Θυρεοσφαιρίνης κλπ), ή για μελέτη μεταλλάξεων σε συγκεκριμένα γονίδια.
Ειναι η εξέταση επώδυνη;
Οχι. Η εξέταση είναι εντελώς ανώδυνη και για τον λόγο αυτό δεν είναι απαραίτητο να γίνει τοπική αναισθησία. Σε άτομα όμως τα οποία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα, ή σε μικρά παιδιά, καλό είναι να τοποθετηθεί ειδική αναισθητική κρέμα (Emla), μία ώρα περίπου πριν την προγραμματισμένη εξέταση.
Χρειάζεται προετοιμασία;
Η μόνη προετοιμασία που χρειάζεται είναι σε εξεταζόμενους που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα αντιπηκτικά φάρμακα πρέπει να διακόπτονται. Το πόσες ημέρες πρίν πρέπει να γίνει η διακοπή, εξαρτάται απο το φάρμακο που λαμβάνετε, πάντα όμως σε συνεννόηση με τον κλινικό ιατρό που το έχει χορηγήσει.
Σε άτομα που δεν λαμβάνουν αντιπηκτικά δεν χρειάζεται καμμία απολύτως προετοιμασία.
Κατά την επίσκεψη σας στο ιατρείο θα πρέπει να προσκομίσετε το παραπεμπτικό του ιατρού σας, καθώς και προηγούμενες εξετάσες (Υπερηχογράφημα , σπινθηρογράφημα κλπ) .
Ποιες επιπλοκές μπορεί να συμβούν;
Σε κάποιους ασθενείς μπορεί να υπάρξει ήπιος πόνος στην περιοχή για λίγες ώρες μετά την παρακέντηση, ο οποίος μπορεί να αντιμετωπισθεί με ήπια αναλγητικά (Depon) ή τοποθέτηση παγοκύστης στην περιοχή. Ο κίνδυνος αιμορραγίας, λοίμωξης ή σχηματισμού κύστεων, είναι εξαιρετικά σπάνιος. Τέλος, περίπτωση διασποράς καρκινικών κυττάρων σε περιπτώσεις κακοήθων όζων δεν έχει αναφερθεί στη βιβλιογραφία.
Τι περιμένουμε απο την κυτταρολογική εξέταση;
Τα κύτταρα που αναρροφώνται, επιστρώνονται σε γυάλινη αντικειμενοφόρο πλάκα, χρωματίζονται και εξετάζονται από έμπειρο, ειδικό κυτταρολόγο ο οποίος και θα καθορίσει εάν υπάρχουν ή όχι στοιχεία κακοήθειας. Σε ένα ποσοστό 5-10% το αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι διαγνωστικό (είτε λόγω παρουσίας μεγάλης ποσότητας αίματος στο δείγμα, είτε λόγω απουσίας κυττάρων). Στο εργαστήριό μας, πριν ο εξεταζόμενος εγκαταλείψει το εξεταστήριο, το υλικό χρωματίζεται με ταχεία χρώση και ελέγχεται αν είναι επαρκές ή όχι. Με τον τρόπο αυτό, τα μη διαγνωστικά αποτελέσματα είναι μηδενικά.
Τα αποτελέσματα κατηγοριοποιούνται από τον κυτταρολόγο ως καλοήθη, κακοήθη ή ύποπτα. Σε ένα ποσοστό 2-3% ενδέχεται να υπάρχουν ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα, δηλαδή η εξέταση να δείξει ότι όζος είναι καλοήθης ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει κακοήθεια. Τέλος τα ποσοστά ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, δηλαδή η εξέταση να δείξει ότι όζος είναι κακοήθης ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει καλοήθεια, είναι ελάχιστα.
Ποιές άλλες εξετάσεις μπορεί να γίνουν στο υλικό της παρακέντησης;
Το υλικό που λαμβάνεται από την κατευθυνόμενη παρακέντηση εκτός από την κυτταρολογική εξέταση μπορεί να αποσταλεί προκειμένου να μετρηθούν τα επίπεδα διαφόρων ορμονών (π.χ. θυρεοσφαιρίνης, παραθορμόνης, κ.α.). Με τον τρόπο αυτό λαμβάνουμε πληροφορίες για την πιθανότητα υποτροπής καρκίνου σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε θυρεοειδεκτομή, την παρουσία διηθημένων λεμφαδένων στον τράχηλο, ή παρουσία αδενωμάτων του παραθυρεοειδούς.
Το υλικό που λαμβάνουμε μπορεί επίσης να αποσταλεί για να προσδιορισθεί η παρουσία μεταλλάξεων στα γονίδια κυττάρων του όζου (π.χ. μετάλλαξη γονιδίου BRAF V600E) ώστε να εκτιμηθεί η παρουσία ή όχι επιθετικών μορφών καρκίνου.
Ποια η διαφορά της κατευθυνόμενης απο την απλή παρακέντηση;
Μέχρι την εισαγωγή της υπερηχογραφίας στην κλινική πράξη, η παρακέντηση γινόταν με τυφλή μέθοδο, και μόνο σε περιπτώσεις όπου υπήρχε κάποιο ψηλαφητό μόρφωμα. Οι υπέρηχοι μπορούν να απεικονίσουν σε πραγματικό χρόνο ( Real time), όχι μόνο την παρουσία της βελόνας παρακέντησης σε όλο της το μήκος, την κίνησή της, αλλά και τη σχέση της με παρακείμενα όργανα. Με αυτές τις δυνατότητες που μας προσφέρουν οι υπέρηχοι, έγινε πλέον δυνατή η καθοδήγηση βελόνας και παρακέντηση όζων ή άλλων μορφωμάτων που:
Είναι πολύ μικροί σε μέγεθος , και συνεπώς είναι αδύνατον να ψηλαφηθούν.
Εχουν περιοχές πολύ ύποπτες για παρουσία κακοήθειας ( π.χ. μικροαποτιτανώσεις ).
Βρίσκονται σε μεγάλο βάθος.
Εφάπτονται με αγγεία για τα οποία υπάρχει μεγάλος κίνδυνος τραυματισμού τους.
Ειναι κυστικοί , προκειμένου να διαπιστώσουμε την πλήρη εκκένωση του υγρού
Τα πλεονεκτήματα της FNA συνοψίζονται στα παρακάτω:
1. Χαμηλό κόστος.
2. Είναι ελάχιστα τραυματική τεχνική (οργανικά και ψυχολογικά).
3. Είναι καλά αποδεκτή από ιατρούς και ασθενείς.
4. Παρέχει γρήγορο και αξιόπιστο αποτέλεσμα (στο κέντρο μας η απάντηση δίνεται αυθημερόν).
5. Βοηθά στον προεγχειρητικό σχεδιασμό της θεραπείας.
6. Μπορούν να εφαρμοστούν ανοσοκυτταροχημικοί ή μοριακοί δείκτες.