Ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) μπορεί να προσβάλει το δέρμα, καθώς και τους βλεννογόνους του στόματος και των γεννητικών οργάνων. Το ποσοστό ανίχνευσης του HPV σε υγιή βλεννογόνο του στόματος ποικίλλει ευρέως στη βιβλιογραφία (συνήθως 0%-20%), ενώ το ενδιαφέρον τελευταίων ερευνών εστιάζεται στη διερεύνηση της πιθανότητας ταυτόχρονης παρουσίας του HPV στο στόμα και στον τράχηλο της μήτρας.
Ελπίδες ότι το εμβόλιο κατά του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας θα έχει θετικά αποτελέσματα και για τον καρκίνο της στοματοφαρυγγικής περιοχής δίνουν αρχικές κλινικές μελέτες. Η διαπίστωση αυτή αφορά τον ιό ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) που έχει το ίδιο στέλεχος 16 με τον καρκίνο που αναπτύσσεται στο στόμα. Ο καρκίνος του στόματος και του φάρυγγα είναι ο 6ος κατά σειρά καρκίνος παγκοσμίως, τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις αναπτυγμένες χώρες. Κάθε χρόνο πεθαίνουν από τον καρκίνο αυτό, σε ολόκληρο τον κόσμο, περίπου 300.000 άτομα, ενώ για την Ευρώπη τα θύματα ανέρχονται σε 168.000.
Το στέλεχος 16 Η μορφή των καρκίνων αυτών με το στέλεχος 16 προσβάλλει νεαρότερες ηλικίες, κυρίως άντρες, που δεν είναι καπνιστές και δεν καταναλώνουν υπέρμετρα αλκοόλ, είναι υψηλότερου κοινωνικοοικονομικού επίπεδου και με καλή στοματική υγιεινή! Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος του οδοντιάτρου, γιατί η έγκαιρη διάγνωση αυξάνει το ποσοστό της πενταετούς επιβίωσης στο 80-85%, ενώ σε αντίθετη περίπτωση το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 20%. Ακόμη, πρόσφατη μελέτη δείχνει πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του οδοντιάτρου στην προαγωγή της στοματικής υγείας.
Τα αποτελέσματα έρευνας δείχνουν ότι οι περισσότεροι ασθενείς κάνουν προληπτικές εξετάσεις σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών, διατρέφονται υγιεινά, και δεν καπνίζουν το 50%. Τα πορίσματα επιβεβαιώνουν τη σταθερότητα της σχέσης με τον οδοντίατρο και αναφέρουν ότι εκείνος έχει προβεί σε αγωγή υγείας για το κάπνισμα και τη διατροφή. Η στάση τους ως προς τη δυνατότητα των οδοντιάτρων σε πρώιμη διάγνωση συστηματικών νοσημάτων και αναγνώριση επιβλαβών συνηθειών είναι θετική μόνο ως προς τον καρκίνο του στόματος, το κάπνισμα και τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και σε μικρότερο βαθμό για το σακχαρώδη διαβήτη και τις διαταραχές ανάπτυξης συνδετικού ιστού.