Ο προσδιορισμός μαλακά μόρια αφορά όλους τους ιστούς του σώματος που βρίσκονται γύρω από τα οστά, αλλά και που υποστηρίζουν την σωματοδομή του οργανισμού και τη λειτουργία του. Επιστημονικά οι όγκοι των μαλακών μορίων είναι εκείνοι που δημιουργούνται από τα διάφορα είδη κυττάρων που δημιουργούν τον λεγόμενο εξωσκελετικό μεσεγχυματικό ιστό, δηλ αυτόν που αποτελείται από τα ινώδη στοιχεία ( ίνες, περιτονίες. τένοντες κ.λ.π.), λίπος, μυικές ίνες, αγγεία, λεμφαγγεία, το σκελετό των περιφερικών νεύρων, χόνδρους κ.λ.π.).
Στη μεγάλη τους πλειοψηφία αυτοί οι όγκοι είναι καλοήθεις ( σε 100 περιπτώσεις καλοήθειας αντιστοιχεί μία κακοήθεια). Εμφανίζονται συχνότερα σε επιφανειακά σημεία του σώματος, αλλά μπορεί να εμφανιστούν και σε κοιλότητες του σώματος, όπως είναι το εσωτερικό της κοιλιάς, του θώρακος κ.λ.π. Όταν η τοποθεσία εμφάνισης τους είναι επιφανειακή και επιτρέπει την αφαίρεση τους χωρίς ιδιαίτερους κινδύνους ή χωρίς πολύωρη επέμβαση ή, τέλος, αν εκτιμηθεί ότι η επέμβαση δεν μπορεί να γίνει στα χειρουργεία των εξωτερικών ιατρείων, τότε οι ασθενείς μπορούν να νοσηλευτούν και να χειρουργηθούν σε μονάδα ημερήσιας νοσηλείας. ( Για παράδειγμα: ένα μικρό λίπωμα σε μία χειρουργικά εύκολη περιοχή, μπορεί να γίνει στα εξωτερικά ιατρεία.
Ένα μεγαλύτερης έκτασης λίπωμα που θέλει μεγάλη ποσότητα τοπικής ή μπορεί να απαιτήσει και κάποιου είδους καταστολή του ασθενούς, τότε ο ενδεδειγμένος χώρος για την επέμβαση είναι η μονάδα ημερήσιας νοσηλείας. Αν, όμως, το λίπωμα ή ο όγκος βρίσκεται σε κοιλότητα του σώματος ή σε περιοχή που μπορεί να υπάρξουν επιπλοκές, τότε καλύτερα είναι να του προσφερθεί κανονική νοσηλεία) Οι πιο συχνοί όγκοι των μαλακών μορίων είναι: τα λιπώματα, τα αιμαγγειώματα, τα ινώματα, τα λειομυώματα κ.λ.π. Οι κακοήθεις όγκοι των μαλακών μορίων προσδιορίζονται με την ονομασία σαρκώματα ( και όχι καρκινώματα) και αποτελούν σχεδόν το 1% από το σύνολο των κακοηθειών που παρουσιάζονται στους ανθρώπους.
Συχνά δεν είναι εφικτή η διάκριση (διαφορο-διάγνωση) μεταξύ ενός καλοήθους και ενός κακοήθους όγκου, ούτε από την κλινική εξέταση, ούτε από τις διάφορες απεικονιστικές μεθόδους ( όπως π.χ. με την αξονική ή την μαγνητική τομογραφία). Επίσης και η παρακέντηση με λεπτή βελόνα δεν εγγυάται την ορθότητα του αποτελέσματος της. Έτσι πολλές φορές χρειάζεται να γίνει βιοψία του όγκου με χειρουργική αφαίρεση του (ολική ή μερική). Αυτή συνήθως εκτελείται, αν είναι επιφανειακός όγκος, στα εξωτερικά χειρουργεία.
Η χειρουργική θεραπεία έχει ως στόχο να αφαιρεθεί ο όγκος μαζί με ένα περίβλημα υγιούς ιστού γύρω απ' αυτόν.( Δηλ. μεταξύ της περιφέρειας του όγκου και της τομής που έχει γίνει στους ιστούς για την αφαίρεση του να υπάρχει ικανοποιητική απόσταση - από 1 έως 2 εκ). Αυτή η επέμβαση συνήθως χαρακτηρίζεται με τον όρο: ευρεία εκτομή. Συνήθως η τομή στο δέρμα γίνεται πάνω από την περιοχή που βρίσκεται ο όγκος και με τέτοια φορά που να να δίνει καλό αισθητικό αποτέλεσμα, αλλά και η ουλή που θα προκύψει να μην εμποδίζει αργότερα την κινητικότητα (ιδίως αν βρίσκεται σε περιοχή κοντά σε αρθρώσεις) και τέλος να επιτρέπει την εύκολη αφαίρεση της αν χρειαστεί να γίνει μία νέα επανεπέμβαση.
Πολλές φορές, όταν ο όγκος είναι επιφανειακός και σχετικά μικρός μπορεί η επέμβαση να πραγματοποιηθεί με τοπική αναισθησία. Αν ο όγκος βρίσκεται βαθύτερα ( π.χ. μέσα ή κάτω από μύες), τότε είναι καλύτερη η χορήγηση είτε περιοχικής, είτε γενικής αναισθησίας. Η επέμβαση έχει ως στόχο την αφαίρεση του όγκου μαζί με ένα τμήμα φυσιολογικού ιστού γύρω απ' αυτόν ( Ευρεία εκτομή). Σε καλοήθεις όγκους κάτι τέτοιο δεν είναι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων απαραίτητο. Την επέμβαση ακολουθεί συνήθως η ακτινοθεραπεία στην περιοχή που βρισκόταν ο όγκος.
Για την επέμβαση δεν χρειάζεται ειδική προετοιμασία, παρά μόνο το πρωί της επέμβασης, ένας καλός καθαρισμός ( μπάνιο) της περιοχής (κατά προτίμηση με αντισηπτικό σαπούνι ή υγρό), και, σε ύπαρξη τριχών στη περιοχή της τομής, ξύρισμα τους (δουλειά που συνήθως εκτελεί το προσωπικό της μονάδας). Προληπτική αντιβίωση μπορεί να χορηγηθεί λίγο πριν την έναρξη του χειρουργείου, ανάλογα με τις εκτιμήσεις του χειρουργού. Μετά την επέμβαση, η πιο συχνή (αν και σπάνια) επιπλοκή είναι η αιμορραγία, που γίνεται άμεσα αντιληπτή, επειδή τις περισσότερες φορές τοποθετείται παροχέτευση στο τραύμα. Η αντιμετώπιση της αιμορραγίας μπορεί να είναι συντηρητική (με αναμονή και εφαρμογή πιεστικού επιδέσμου) ή επάνοδος στο χειρουργείο και έλεγχος για τον εντοπισμό του ή των αγγείων που προκαλούν αιμορραγία και σταμάτημα της με ηλεκτροδιαθερμία ( καυτηρίαση)ή με δέσιμο του αγγείου ( απολίνωση).
Αναλόγως της θέσης που βρισκόταν ο όγκος και έγινε η τομή και η επέμβαση, ο ασθενής κατά την έξοδο του και για λίγες ημέρες μετά μπορεί να έχει δυσκολίες κίνησης ή ελαφρύ άλγος ( π.χ. αν η επέμβαση έγινε στο χέρι, τότε μπορεί να χρειαστεί λίγες ημέρες ανάπαυσης του ή αν έγινε στο πόδι, ίσως θα πρέπει να βαδίζει λίγο και με βοήθεια).Ιδίως σε επεμβάσεις στο κάτω άκρο, εφόσον κρατήσει ημέρες η ακινητοποίηση του, να είναι αναγκαία η χορήγηση ηπαρίνης, για προφύλαξη από πιθανή εμφάνιση θρομβοφλεβίτιδας. Επίσης, γι αυτή την περίπτωση συστήνεται να φορά ο ασθενής ειδικές πιεστικές κάλτσες. Η παροχέτευση αφαιρείται όταν σ' αυτήν συγκεντρώνεται ποσότητα αίματος ή λέμφου μικρότερη από 40-50 ml το 24ωρο.
Τα ράμματα αφαιρούνται την 7-10 ημέρα, εκτός αν το τραύμα είναι μεγάλο και υπάρχει ισχυρή τάση, τότε μπορεί η αφαίρεση τους να γίνει μετά την 10 ημέρα ( όπως ορίσει ο χειρουργός). Τέλος, μία επιπλέον επιπλοκή που συνήθως εμφανίζεται μετά την 4η ημέρα από το χειρουργείο είναι η φλεγμονή του χειρουργικού τραύματος. Αυτή γίνεται αντιληπτή από το πρήξιμο της θερμοκρασίας της περιοχής καθώς και από το αίσθημα πόνου που αισθάνεται ο ασθενής. Αν έχει ακόμα παροχέτευση μπορεί να παρατηρηθεί η εκροή πιο παχύρρευστου θολού υγρού.
Αν η φλεγμονή δεν αντιμετωπιστεί άμεσα, αλλά και με την πρόοδο της μπορεί να υπάρξει εκροή πύου από το τραύμα. Σε περιπτώσεις εμφάνισης οποιασδήποτε επιπλοκής πρέπει ο ασθενής να επικοινωνήσει με τον χειρουργό του. Αναλόγως της εντόπισης του όγκου και το πως έχει η επέμβαση επηρεάσει την κινητικότητα του ασθενούς, συστήνεται η αποχή από την εργασία. Σε κακοήθεις όγκους αναμένεται το αποτέλεσμα της οριστικής βιοψίας.
Δεν είναι σπάνιο, με βάση τα ευρήματα της ιστολογικής εξέτασης να χρειαστεί να ξαναχειρουργηθεί ο ασθενής, για να αφαιρεθεί μεγαλύτερη ποσότητα ιστού. Επίσης, σε κακοήθεις όγκους, μπορεί να χρειαστεί να χορηγηθεί συμπληρωματικά ακτινοθεραπεία, πρακτική που ενισχύει το θεραπευτικό αποτέλεσμα της χειρουργικής επέμβασης.