H παρακέντηση θυρεοειδούς άρχισε να εφαρμόζεται στη σημερινή της μορφή, στις Σκανδιναυικές χώρες στη δεκαετία του 195020. Σήμερα αποτελεί μια διαγνωστική μέθοδο πρώτης γραμμής λόγω της μεγάλης αποτελεσματικότητάς της στην προεγχειρητική διάγνωση μονήρων όζων του θυρεοειδούς. Οι κύριες ενδείξεις για τη διενέργειά της είναι:
1. Διάγνωση διάχυτης μη τοξικής βρογχοκήλης.
2. Διάγνωση μονήρους ή προέχοντος όζου του θυρεοειδούς.
3. Επιβεβαίωση μιας κλινικώς εμφανούς κακοήθειας του θυρεοειδούς.
4. Λήψη υλικού για ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις προσδιορισμού ειδικών προγνωστικών παραμέτρων.
Ο μονήρης όζος του θυρεοειδούς αποτελεί τη συχνότερη ένδειξη για διενέργεια παρακέντησης, μια που περίπου το 4% του πληθυσμού της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής θα αναπτύξει έναν τέτοιο όζο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Από το σύνολο των μονήρων όζων, μόνο το 5% είναι κακοήθεις, ωστόσο το σύνολο των κλινικών και παρακλινικών εξετάσεων (πλην της κυτταρολογικής) που μπορούν να εφαρμοστούν για διαγνωστικούς λόγους, δεν μπορούν με ασφάλεια να διαφοροδιαγνώσουν τις κακοήθεις από της καλοήθεις μορφές όζων.
Αντίθετα η κυτταρολογική εξέταση του παρακεντήματος δια λεπτής βελόνης (Fine Needle Aspiration Cytology, FNAC), μπορεί να δώσει πολύ καλύτερα διαγνωστικά αποτελέσματα. Έτσι η FNAC μπορεί να διαγνώσει με βεβαιότητα την καλοήθη φύση του 65% περίπου των όζων του θυρεοειδούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των χειρουργικών επεμβάσεων του θυρεοειδούς, με εμφανή οικονομικά και κοινωνικά οφέλη.
Προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των διενεργούμενων επεμβάσεων στο θυρεοειδή, απαιτείται ακόμη καλύτερη συνεργασία μεταξύ κυτταρολόγου και κλινικού γιατρού25. Τα καλύτερα αποτελέσματα προκύπτουν όταν ο πεπειραμένος κυτταρολόγος διενεργεί ο ίδιος την παρακέντηση, ελέγχει άμεσα την επάρκεια του υλικού και τροποποιεί την τεχνική της παρακέντησης ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε ασθενούς. Σε περίπτωση που η παρακέντηση απαιτεί την χρήση υπερήχων, το υλικό πρέπει να επιστρώνεται από εξειδικευμένο προσωπικό και να μεταφέρεται το συντομότερο δυνατόν στο κυτταρολογικό εργαστήριο, προκειμένου να τεθεί η διάγνωση.
Η FNAC αποτελεί μια μάλλον απλή, ελάχιστα τραυματική ιατρική πράξη. Η χρήση υπερήχων για την καλύτερη κατεύθυνση της παρακέντησης είναι συχνά χρήσιμη και μπορεί να αποδειχτεί απαραίτητη σε περίπτωση μικρών όζων με εν τω βάθει εντόπιση ή όζων με δύσκολη προσέγγιση λόγω της ανατομικής τους θέσης.
Σε περιπτώσεις διάχυτης μη τοξικής βρογχοκήλης, η FNAC μπορεί να διακρίνει με ακρίβεια μεταξύ οζώδους υπερπλασίας και αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας. Η χρήση της FNAC δίνει καλύτερα αποτελέσματα από τον έλεγχο αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων, δεδομένου ότι μόνο το 60‐80% των πασχόντων από αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα θα δώσουν θετικό τίτλο αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων, ενώ παράλληλα 10‐15% των ατόμων που δίνουν θετικό τίτλο αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων έχει διαπιστωθεί ότι μπορεί να μην πάσχουν τελικά από αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα. Παρότι οι άλλες υπάρχουσες μορφές θυρεοειδίτιδας (De Quervain, λοιμώδης) μπορούν να αναγνωριστούν σχετικά εύκολα από την κλινική εξέταση, η λήψη υλικού με παρακέντηση για κυτταρολογική εξέταση δίνει την δυνατότητα πλήρους τεκμηρίωσης της διάγνωσης μέσω ακόμα και μικροβιολογικών, εάν χρειαστεί, εξετάσεων.
Το κύριο μειονέκτημα της FNAC αφορά την αδυναμία της να διακρίνει μεταξύ θυλακιώδους αδενώματος και καρκινώματος, δεδομένου ότι η διάγνωση μπορεί με ασφάλεια να τεθεί μόνο με παθολογοανατομικά κριτήρια, όπως τη διήθηση της κάψας ή των αγγείων του θυρεοειδούς. Παρότι η ασφαλής διάκριση ανάμεσα σε θυλακιώδες καρκίνωμα και αδένωμα δεν είναι εφικτή με κυτταρολογικά κριτήρια, ο έμπειρος κυτταρολόγος μπορεί να προσφέρει μια πρώτη εκτίμηση σχετικά με την δυνητική κακοήθεια της αλλοίωσης, στηριζόμενος σε ορισμένα κυτταρολογικά κριτήρια. Η ηλικία και το φύλο του ασθενούς όπως επίσης και το μέγεθος του όζου πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Η FNAC έχει επίσης μεγάλη κλινική αξία για την διερεύνηση όζων θυρεοειδούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της παιδικής ηλικίας. Τέλος πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η FNAC πρέπει να συνδυάζεται κατά το δυνατόν και επί κλινικής ενδείξεως με χρήση υπερήχων, scanning θυρεοειδούς και έλεγχο αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων.