Τι είναι ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος; Με λόγια απλά, είναι μια εξέταση αίματος στην οποία μπορεί να υποβληθεί η έγκυος γυναίκα με απόλυτη ασφάλεια μετά τη 10η εβδομάδα κύησης προκειμένου να ελεγχθεί το έμβρυο που κυοφορεί για χρωμοσωμικές ανωμαλίες (πχ σύνδρομο Down, σύνδρομο Edwards κα,) καθώς και συγκεκριμένα μικροελλειπτικά σύνδρομα. Δηλαδή, ναι μεν παίρνουμε αίμα από τη μέλλουσα μητέρα, στα πλαίσια μια απλής αιμοληψίας, όμως αυτό που εξετάζουμε χωρίς να ενοχλούμε καθόλου, είναι το έμβρυο. Μη επεμβατικά και με απόλυτη ασφάλεια, τόσο για τη μητέρα όσο και το έμβρυο.
Πως γίνεται το τεστ: Μετά τις 10 εβδομάδες κύησης ( 12 για δίδυμη κύηση) πραγματοποιείται μια απλή λήψη 7-10 ml αίματος από την έγκυο γυναίκα. Στο αίμα της εγκύου κυκλοφορεί ελεύθερο εμβρυικό DNA, δηλαδή γενετικό υλικό του εμβρύου προερχόμενο από την παρούσα κύηση. Το ελεύθερο εμβρυικό DNA έχει τα εξής χαρακτηριστικά: Προέρχεται από την απόπτωση κυττάρων της κυτταροτροφοβλάστης του πλακούντα Απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος της μητέρας σε μικρά θραύσματα DNA (περίπου 200bp) μετά τις 5 εβδομάδες κύησης Το μητρικό αίμα περιέχει ελεύθερο cfDNA, τόσο από τη μητέρα όσο και το έμβρυο ( 2 – 20% cfDNA είναι εμβρυικό) Το εμβρυικό cfDNA θεωρείται επαρκές μετά τις 7 εβδομάδες κύησης, ενώ εξαφανίζεται λίγες ώρες μετά τον τοκετό. Αξιοποιώντας το ελεύθερο εμβρυικό DNA και εφαρμόζοντας μια σύγχρονη τεχνολογία γενετικής ανάλυσης (next generation sequencing) σε συνδυασμό με έναν ειδικό αλγόριθμο, γίνεται καταμέτρηση του αριθμού των αντιτύπων των χρωμοσωμάτων του εμβρύου και υπολογίζεται αν υπάρχουν περισσότερα ή λιγότερα χρωμοσώματα από το φυσιολογικό. Με τον τρόπο αυτό, μπορούμε να ανιχνεύσουμε πολύ νωρίς στην κύηση, την ύπαρξη ανευπλοειδίας στο έμβρυο. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε 46 χρωμοσώματα τα οποία υπάρχουν σε ζεύγη, οι γυναίκες γενετικά ειίμαστε 44ΧΧ και οι άνδρες 44ΧY.
Όταν ένας άνθρωπος έχει ένα παραπάνω ή ένα λιγότερο χρωμόσωμα, η κατάσταση αυτή ονομάζεται ανευπλοειδία. Η πιο συχνή ανευπλοειδία είναι το Σύνδρομο Down, και όπως είναι γνωστό, όσο μεγαλύτερη η ηλικία της γυναίκας, τόσο μεγαλύτερη και η πιθανότητα το παιδί που κυοφορεί να πάσχει από το σύνδρομο αυτό, καθώς και άλλα σύνδρομα. Όσον αφορά το σύνδρομο Down, η ικανότητα ανίχνευσης με το NIPT ξεπερνά το 99%. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, ως μοριακή βιολόγος με εξειδίκευση στην Ανθρώπινη Αναπαραγωγή, η εφαρμογή μιας τόσο σπουδαίας μεθόδου με μηδέν κίνδυνο για τη μητέρα και το έμβρυο είναι ότι πιο συγκλονιστικό έχω ακούσει στον τομέα του μη επεμβατικού προγεννητικού ελέγχου μετά την ανακάλυψη της αυχενικής διαφάνειας, πόσα χρόνια πριν.
Και αυτή τη φορά, η καινοτομία προέρχεται από τη βασική μου επιστήμη. Μία καινοτομία που αλλάζει τα δεδομένα όσον αφορά τον προγεννητικό έλεγχο και τη σύγχρονη παρακολούθηση της κύησης, με τρόπο λιγότερο παρεμβατικό (εκτός και αν υπάρχουν απόλυτες ενδείξεις) και πολύ πιο ασφαλή και φιλικό προς την έγκυο γυναίκα και το έμβρυο. Η αλήθεια είναι πως η ανακάλυψη της παρουσίας εμβρυϊκού DNA στο μητρικό αίμα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η σύγχρονη όμως εξέλιξη της μοριακής βιολογίας, γενετικής και βιοτεχνολογίας ήταν που έκανε δυνατή την εφαρμογή της ανακάλυψης αυτής και την ανάπτυξη του Μη Επεμβατικού Προγεννητικού Ελέγχου. Ένα τεστ που προσφέρει στις γυναίκες, για πρώτη φορά, μια μέθοδο μη επεμβατική για την ανίχνευση χρωμοσωμικών ανωμαλιών του εμβρύου που είναι ταυτόχρονα ασφαλής και αξιόπιστη.
Γιατί αναπτύχθηκε αυτό το τεστ; Ποιοι είναι οι στόχοι του Μη Επεμβατικού Προγεννητικού Ελέγχου NIPT; Ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός ´Ελεγχος αναπτύχθηκε προκειμένου:
Να μειωθούν τα ποσοστά των επεμβατικών εξετάσεων, δηλαδή της λήψης τροφοβλάστης και της αμνιοπαρακέντησης, τα οποία ενέχουν τον κίνδυνο αποβολής, όταν αυτά δεν έχουν απόλυτη ένδειξη να πραγματοποιηθούν.
Να μειωθούν τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα.
Να ενισχύσει τη δυνατότητα ανίχνευσης ανωμαλιών με απόλυτη ασφάλεια για το έμβρυο Να είναι μια διαδικασία εύκολη και προσιτή για κάθε έγκυο γυναίκα.
Να απομακρύνει το φόβο και την αγωνία που συνοδεύουν τη πιθανότητα ενός επεμβατικού τεστ.
Περίπου 90 χιλιάδες μωρά γεννιούνται στην Ελλάδα κάθε χρόνο. Μέχρι στιγμής, για την πλειονότητα των εγκύων γυναικών, ο προγεννητικός έλεγχος για την ανίχνευση χρωμοσωμικών ανωμαλιών στο πρώτο τρίμηνο, περιλαμβάνει την πραγματοποίηση ενός αναλυτικού, εξειδικευμένου υπερηχογραφήματος για τον έλεγχο της αυχενικής διαφάνειας καθώς και άλλων δεικτών (πχ ύπαρξη ρινικού οστού) μαζί με ένα τεστ αίματος που μετρά τα κυκλοφορούντα επίπεδα συγκεκριμένων ορμονών (PAPP-A, beta-CG και προσφάτως pGF).
Αυτός ο τύπος ελέγχου, όταν πραγματοποιείται σε εξειδικευμένα κέντρα εμβρυομητρικής ιατρικής, πιάνει περίπου το 90 με 95% των μη φυσιολογικών κυήσεων και έχει υψηλό ποσοστό ψευδώς θετικών (~ 5% ) αποτελεσμάτων. Οι γυναίκες με θετικά αποτελέσματα θα πρέπει να έχουν μια επεμβατική διαγνωστική εξέταση (λήψη τροφοβλάστης CVS ή αμνιοπαρακέντηση) για επιβεβαίωση.
Αυτό σημαίνει ότι ένας σημαντικός αριθμός γυναικών, που κυοφορούν απόλυτα φυσιολογικά μωρά, θα πάρουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα, και θα υποβληθούν στην αδικαιολόγητη πίεση, τον κίνδυνο, το άγχος και τον φόβο που συνοδεύει τις προαναφερθείσες επεμβατικές τεχνικές. Οι επεμβατικές τεχνικές, δηλαδή η λήψη τροφοβλάστης (CVS) και η αμνιοπαρακέντηση είναι εξαιρετικά ακριβείς, αλλά συνοδεύονται από ένα μικρό κίνδυνο αποβολής (0,5-1%), και οι περισσότερες γυναίκες θέλουν να αποφύγουν μία τέτοιου είδους επεμβατική διαδικασία, ειδικά όταν πρόκειται για περιστατικά που έχουν πασχίσει πολύ για την επίτευξη της εγκυμοσύνης.
Η εισαγωγή λοιπόν του Μη Επεμβατικού Προγεννητικού Ελέγχου NIPT έχει βελτιώσει εντυπωσιακά τα ποσοστά ανίχνευσης των χρωμοσωμικών ανωμαλιών και, το σημαντικότερο, έχει μειώσει σημαντικά το ποσοστό των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων. Σύμφωνα λοιπόν με την ISPD (International Society for Prenatal Diagnosis), τα κύρια σημεία στα οποία πρέπει να δοθεί μεγάλη σημασία όσον αφορά το Μη Επεμβατικό Προγεννητικό´Έλεγχο είναι τα παρακάτω: «Ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός ´Ελεγχος που στηρίζεται στην ανάλυση του ελεύθερου εμβρυϊκού DNA στο αίμα της μητέρας, φαίνεται πως είναι η πιο αποτελεσματική μέθοδος ανίχνευσης ανευπλοειδίας στο έμβρυο στις γυναίκες υψηλού κινδύνου».
«Ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός´Ελεγχος NIPT έχει πολύ υψηλή ακρίβεια ανίχνευσης της τρισωμίας 21 (Σύνδρομο Down) και τρισωμίας 18 (Σύνδρομο Edwards)». «To τεστ πρέπει να παρέχεται και να αποτελεί επιλογή ενός σωστά ενημερωμένου ασθενούς μετά από εξειδικευμένη πριν από το τεστ συμβουλευτική (…”informed patient choice after pretest counseling”…)». «Το τεστ προς το παρόν δεν μπορεί να θεωρηθεί εντελώς διαγνωστικό για το λόγο αυτό και δεν αποτελεί εξέταση που αντικαθιστά τη λήψη τροφοβλάστης ή αμνιοπαρακέντηση, σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος».
«Το τεστ δεν είναι κατάλληλο για πολύ υψηλού ρίσκου έλεγχο (1:10) καθώς μόνο το 70% αυτών των ανωμαλιών προέρχονται από τρισωμίες 21, 13 ή 18» «Σε περίπτωση που υπάρχει κάποια ξεκάθαρη μορφολογική ανωμαλία στο έμβρυο (υπερηχογραφικός έλεγχος) τότε πρέπει να γίνει αμνιοπαρακέντηση και μοριακός καρυότυπος CMA, ανεξάρτητα από το αν τα αποτελέσματα του Μη Επεμβατικού Προγεννητικού Ελέγχου είναι φυσιολογικά».
Οι πάροχοι του τεστ πρέπει να ακολουθούν τις πολύ αυστηρές ισχύουσες προδιαγραφές. Τα βασικά αυτά σημεία όσον αφορά το Μη Επεμβατικό Προγεννητικό ´Ελεγχο, είναι αποδεκτά από πληθώρα ανώτατων φορέων όπως το Βασιλικό Κολέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων της Μεγάλης Βρετανίας και το αντίστοιχο Αμερικάνικο. Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερες κυήσεις ελέγχονται για την ύπαρξη χρωμοσωμικών ανωμαλιών και με Μη Επεμβατικό Προγεννητικό Έλεγχο NIPT, τόσο λιγότερες γυναίκες αλλά και γιατροί θα βρεθούν αντιμέτωπες και αντιμέτωποι με την απόφαση κατά πόσον είναι υποχρεωτική η πραγματοποίηση μίας επεμβατικής εξέτασης που ενέχει τον κίνδυνο, έστω και μικρό, της αποβολής.
Σε ποιες γυναίκες πρέπει να προτείνεται:
1) Κατηγορία Υψηλού Ρίσκου για Χρωμοσωμικές Ανωμαλίες: Κυρίως δηλαδή σε γυναίκες που θέλουν ή πρέπει να γνωρίζουν νωρίς στην κύηση εάν το έμβρυο που κυοφορούν είναι φυσιολογικό, οι οποίες είναι υψηλού κινδύνου (υψηλού ρίσκου) για ανευπλοειδία λόγω του ότι: Είναι προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας (35 ετών και άνω στον τοκετό) Έχουν ένα ή περισσότερα ευρήματα στον υπερηχογραφικό έλεγχο αυχενικής διαφάνειας ή αργότερα, στο Β᾽Επιπέδου. Το αποτέλεσμα των βιοχημικών δεικτών στο αίμα (beta-CG, PAPP-A) δείχνει αυξημένη πιθανότητα χρωμοσωμικών ανωμαλιών Έχουν βεβαρυμένο ιατρικό ιστορικό, που υποδηλώνει μεγαλύτερο κίνδυνο για τρισωμίες 21,18,13 ή ανευπλοειδίες του φύλου, και πιο συγκεκριμένα: α) ο γονέας είναι φορέας γνωστής ισοζυγισμένης μετάθεσης για τα προαναφερθέντα χρωμοσώματα και β) ύπαρξη ανωμαλίας σε προηγούμενη κύηση.
2) Κατηγορία Χαμηλού Ρίσκου για Χρωμοσωμικές Ανωμαλίες: Εδώ, σχετικά δεδομένα αναφέρουν πως πρόκειται για μία μέθοδο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν πρώτο επίπεδο ελέγχου για την ανίχνευση του συνδρόμου Down συγκεκριμένα, με πολύ μικρότερο ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων. Επιπλέον κάθε ασθενής, μετά από σωστή ενημέρωση, πρέπει να έχει δικαίωμα και πρόσβαση στην εξέταση αυτή λόγω άγχους ή για άλλους προσωπικούς λόγους. Σε ποια εβδομάδα κύησης πρέπει να γίνει ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος: Το ελεύθερο εμβρυϊκό DNA μπορεί να ανιχνευθεί με αξιοπιστία μετά τις 7 εβδομάδες κύησης. Αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς έως τις 10 εβδομάδες κύησης, πιο ήπια από τις 10 έως τις 21 εβδομάδες κύησης και μετά ξανά πολύ μετά τις 21 εβδομάδες κύησης. Δεδομένου του σημαντικού πλεονεκτήματος να γνωρίζουμε νωρίς στην εγκυμοσύνη εάν ένα έμβρυο πάσχει από σύνδρομο Down ή όχι, προτείνεται το τεστ να πραγματοποιείται στις 10 εβδομάδες κύησης, ώστε μέχρι τον υπερηχογραφικό έλεγχο της αυχενικής διαφάνειας στις 12 εβδομάδες να γνωρίζουμε ήδη το αποτέλεσμα. Σε διαφορετική περίπτωση, το τεστ μπορεί να πραγματοποιηθεί μαζί ή μετά τον έλεγχο της αυχενικής διαφάνειας, ή και ανά πάσα στιγμή στη χρονική διάρκεια της κύησης, στα πλαίσια των δεδομένων και ενδείξεων που ανέφερα πιο πάνω.
Πάντοτε σε συνεργασία με το θεράποντα ιατρό που γνωρίζει τα δεδομένα της κύησης και της εγκύου, μετά από σωστή συμβουλευτική για το τι ακριβώς το τεστ αυτό προσφέρει. Οι έγκυες γυναίκες που έχουν πραγματοποιήσει το Μη Επεμβατικό Προγεννητικό Έλεγχο NIPT στις 10 εβδομάδες κύησης και το αποτέλεσμα είναι φυσιολογικό, πρέπει οπωσδήποτε/παρόλαυτά να κάνουν και τον υπερηχογραφικό έλεγχο της αυχενικής διαφάνειας στο Α Τρίμηνο ή αργότερα το Β Επιπέδου στο Β Τρίμηνο; Εδώ η απάντηση των επιστημόνων και ειδικών είναι ξεκάθαρη. Βεβαίως, Ναι, Εννοείται. Και αυτό γιατί υπάρχουν αρκετές γενετικές ανωμαλίες με σαφή υπερηχογραφικά ευρήματα που δεν οφείλονται στις χρωμοσωμικές ανωμαλίες που το τεστ αυτό ή ακόμα και ο παραδοσιακός καρυότυπος μετά από αμνιοπαρακέντηση ανιχνεύει.
Για το λόγο αυτό ούτε η αμνιοπαρακέντηση εξασφαλίζει τη γέννηση ενός υγιούς μωρού 100%. Υπάρχουν αναπτυξιακές/μορφολογικές ανωμαλίες οι οποίες μπορούν να ανιχνευθούν (και μάλιστα όχι όλες) μονάχα υπερηχογραφικά. Και πάλι, ξαναλέω, όχι όλες. Η έγκαιρη αναγνώριση αυτών των ανωμαλιών στους προγραμματισμένους υπερηχογραφικούς ελέγχους του πρώτου και δεύτερου τριμήνου, προσφέρει, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση έγκαιρης διάγνωσης μιας ασθένειας, τη δυνατότητα μιας πρώιμης εκτίμησης από τη πλευρά των ειδικών ( μαιευτήρων, γενετιστών, καρδιολόγων, χειρουργών κα), και σαφέστατα την καλύτερη ενημέρωση και συμβουλή της εγκύου για τις επιλογές που έχει σχετικά με την εξέλιξη ή τερματισμό της παρούσας κύησης. Ο ολοκληρωμένος έλεγχος που συνοδεύεται από σωστή και ιατρικώς τεκμηριωμένη ενημέρωση δείχνει σεβασμό στη κύηση, και θωρακίζει συναισθηματικά τους γονείς, ανεξάρτητα από την επιτυχή ή ανεπιτυχή έκβαση της.
Προβληματισμοί και περιορισμοί σχετικά με το τεστ Μπορεί ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος να έχει μειώσει σημαντικά την ανάγκη για αμνιοπαρακέντηση προκειμένου η έγκυος γυναίκα να ελεγχθεί για τις πιο κοινές χρωμοσωμικές ανωμαλίες, η εισαγωγή όμως του Μοριακού Καρυότυπου που πραγματοποιείται με μια άλλη σχετικά νέα τεχνική (συγκριτικός γενωμικός υβριδισμός σε μικροσυστοιχίες array CGH) έχει φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού έχει αυξήσει κατά πολύ τον αριθμό των ανιχνεύσιμων γενετικών ανωμαλιών και συνδρόμων (περισσότερες από 120).
Αυτό σημαίνει ότι ο μοριακός καρυότυπος array CG παρέχει περισσότερες πληροφορίες για περισσότερες γενετικές παθήσεις απ ό, τι προηγουμένως. Μερικές από αυτές τις γενετικές ανωμαλίες, οι οποίες δεν είναι ανιχνεύσιμες μέσω του παραδοσιακού καρυότυπου, συνδέονται με σημαντικές διαταραχές, κυρίως αναπτυξιακές δυσκολίες, διανοητική καθυστέρηση καθώς και άλλες γεννητικές ανωμαλίες. Επειδή όμως ως εξέταση προυποθέτει τη λήψη γενετικού υλικού με επεμβατικές μεθόδους που ενέχουν τον κίνδυνο αποβολής, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί εξέταση ρουτίνας.
Ορισμένες φορές, η πραγματοποίησή του αποτελεί επιθυμία των γονέων, παρά την απουσία ενδείξεων, στα πλαίσια πρόληψης, επειδή το τεστ μπορεί να ανιχνεύσει διαταραχές του γονιδιώματος που εμφανίζονται ξαφνικά σε μια κατά τα άλλα φυσιολογική κύηση, χωρίς να υπάρχει βεβαρυμένο ιστορικό ή παθολογικά υπερηχογραφικά ευρήματα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έγινε σαφές στο συνέδριο είναι το ότι το ζευγάρι πρέπει να κατανοήσει πλήρως τη διαφορά ανάμεσα στα διαφορετικά τεστ (Αυχενική Διαφάνεια / Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος/ CVS ή Αμνιοπαρακέντηση-καρυότυπο ή array CG) προτού λάβει, μαζί πάντα με το γιατρό, οποιαδήποτε απόφαση. Παράγοντες όπως ακρίβεια και αξιοπιστία του αποτελέσματος, ασφάλεια της μεθόδου, χρόνος αναμονής για την απάντηση, κίνδυνος για λάθη, κόστος, πιθανότητα επανελέγχου πρέπει να αναλυθούν με λεπτομέρεια.
Επίσης πρέπει το ζευγάρι να καταλάβει τι σημαίνει θετικό και τι αρνητικό αποτέλεσμα, για κάθε μια από τις προαναφερθείσες μεθόδους. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι πως ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος, ακόμα και αν έχει κάποιους περιορισμούς, είναι μια εξέταση που έχει ήδη βρει τη θέση της στον προγεννητικό έλεγχο για την ανίχνευση των πιο συχνών χρωμοσωμικών ανωμαλιών, με υψηλή αξιοπιστία και 100% ασφάλεια.
Ένα σπουδαίο εργαλείο στα χέρια των ειδικών για ακόμα μεγαλύτερο έλεγχο χωρίς τον κίνδυνο μιας αποβολής. Η γέννηση ενός υγιούς παιδιού αποτελεί όνειρο και επιδίωξη κάθε νέου ζευγαριού. Η ιατρική σήμερα διαθέτει πολύ περισσότερα όπλα από ότι παλαιότερα και μπορεί να εξασφαλίσει στην πλειονότητα των περιπτώσεων τη γέννηση ενός υγιούς παιδιού. Η ενδομήτρια ανίχνευση κληρονομικών ή όχι ανωμαλιών και η γενετική καθοδήγηση των γονέων για τις επόμενες γενιές αποτελούν νεότερα επιτεύγματα της ιατρικής επιστήμης. Μεταξύ αυτών η ανίχνευση των αιτίων και η διόρθωση της υπογονιμότητας δίνει τη δυνατότητα της απόκτησης ενός υγιούς παιδιού.
Όλες οι ανωτέρω δυνατότητες παρέχονται από τα εξειδικευμένα εργαστήρια μοριακού ελέγχου της ALPHA PROLIPSIS. Στα εργαστήρια της ALPHA PROLIPSIS.γίνονται εξετάσεις προγεννητικού ή μεταγεννητικού ελέγχου οι οποίες ανιχνεύουν μεγάλες χρωμοσωμιακές βλάβες ή γονιδιακές μεταλλάξεις σε υλικό του εμβρύου ή των γονέων.
Επίσης πραγματοποιείται ο μοριακός έλεγχος της υπογονιμότητας, ο οποίος αφορά τη θρομβοφιλία, τις ιογενείς και μικροβιακές λοιμώξεις που παρεμβαίνουν στη γονιμότητα. Το επιστημονικό προσωπικό της ALPHA PROLIPSIS είναι στη διάθεσή σας για την έγκυρη και άμεση ενημέρωσή σας. Με ένα τηλεφώνημα ή μια επίσκεψη στα εργαστήρια της εταιρείας, θα λύσετε όλες τις απορίες σας και θα έχετε πλήρη ενημέρωση για τις εξετάσεις που προσφέρουμε.