Η παρουσία ενός μονήρη όζου στο θυρεοειδή αδένα αποτελεί μια από τις πιο συχνές αιτίες επίσκεψης στον ενδοκρινολόγο και ο βασικός σκοπός της διερεύνησης του, είναι o αποκλεισμός της ύπαρξης κακοήθους εξεργασίας. Στις μεγαλύτερες δημοσιευμένες μελέτες το 20-28% των μονήρων όζων ήταν διαφοροποιημένα καρκινώματα. Όμως το διαφοροποιημένο καρκίνωμα δεν εμφανίζεται μόνο υπό μορφή ψηλαφητού μονήρους όζου, μπορεί να ανακαλυφθεί τυχαία σε ένα υπερηχογράφημα ή να συνυπάρχει με οποιαδήποτε θυρεοειδική πάθηση. Η διάγνωση στηρίζεται στην ψηλάφηση του όζου και ενδεχομένως των λεμφαδένων του τραχήλου, στο υπερηχογράφιμα και στην κυτταρολογική εξέταση.
Συνήθως εμφανίζεται σαν συμπαγής και σκληρός όζος. Συνυπάρχει στην πολυοζώδη βρογχοκήλη σε ποσοστό 8-10%, ενώ στις περιπτώσεις με υπερθυρεοειδισμό (στο αυτόνομο αδένωμα και στη νόσο του GRAVES) φτάνει στο 13-15%.
Συνήθως σ’αυτές τις περιπτώσεις είναι μικροκαρκινώματα, που επικαλυπτόμενα από την κυριαρχούσα και χρόνια νόσο, ανακαλύπτονται μετεγχειρητικά στο πόρισμα της ιστολογικής εξέτασης ως λανθάνοντα καρκινώματα και δεν αποτελούν κανένα κίνδυνο για τον άρρωστο. Ευτυχώς το διαφοροποιημένο καρκίνωμα (θηλώδες ή θυλακιώδες) έχει συνήθως αργή εξέλιξη και χαμηλή θνητότητα. Διάφοροι παράμετροι επηρεάζουν την εξέλιξη και πρόγνωση του συγκεκριμένου καρκίνου.
Αυτοί είναι:
1.- το μέγεθος του όγκου.
2.-Τα διηθητικά χαρακτηριστικά του όγκου: πολυεστιακότητα, διήθηση της κάψας ή των αγγείων.
3.- Η παρουσία λεμφαδενικών μεταστάσεων στον τράχηλο.
4.- Η ηλικία του αρρώστου. Αυτή η παράμετρος είναι καθοριστικής σημασίας στην εξέλιξη και στην πρόγνωση της νόσου.
Οι ασθενείς κάτω των 45 ετών έχουν εξαιρετική πρόγνωση και θεωρούνται ομάδα χαμηλού κινδύνου, ενώ οι άνω των 45 ετών ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου εφόσον ο καρκίνος δείχνει μια πιο επιθετική συμπεριφορά.
Στους ανήλικους (κάτω των 17 ετών) η συμπεριφορά του θηλώδους καρκινώματος είναι διαφορετική από τις άλλες ηλικίες. Παρά το γεγονός πως συνήθως εμφανίζεται με ταυτόχρονη διόγκωση των τραχηλικών λεμφαδένων, η εξέλιξη και η επιβίωση είναι άριστη μετά από την σωστή χειρουργική θεραπεία. Κατά τη στιγμή της διάγνωσης του θυρεοειδικού καρκινώματος θηλώδους τύπου, το 60% των ασθενών ήδη έχει τραχηλικές λεμφαδενικές μεταστάσεις.
Συνεπώς η ολική θυρεοειδεκτομή και ο λεμφαδενικός καθαρισμός του κεντρικού διαμερίσματος αποτελεί την καλύτερη χειρουργική επέμβαση στο θηλώδες καρκίνωμα Η χειρουργική αντιμετώπιση των πλάγιων τραχηλικών λεμφαδένων έχει ένδειξη, μαζί με την θυρεοειδεκτομή ή μεταγενέστερα, όταν εντοπιστεί και τεκμηριωθεί διήθηση στους σφαγιτιδικούς ή υπερκλείδιους λεμφαδένες. Τότε ακολουθεί τυπική τροποποιημένη λεμφαδενεκτομή της σύστοιχης πλευράς.
Το θυλακιώδες καρκίνωμα, στο 90% των περιπτώσεων εμφανίζεται σαν μονήρης, καλά περιγεγραμμένος, συμπαγής όζος άνω του 1 εκ.. Σπανίως όμως, μπορούν να έχουν κυστική ή πολυλοβώδη μορφή ή πολυεστιακό χαρακτήρα. Ο βαθμός επιθετικότητας και κακοήθειας διαφέρει μεταξύ των διαφόρων τύπων χωρίς όμως μεγάλες αποκλίσεις.
Σε σχέση με το θηλώδες καρκίνωμα η συμπεριφορά του είναι σαφώς χειρότερη λόγω της υψηλής πιθανότητας μεταστάσεων που έχουν - 10% απόμακρες μεταστάσεις και 12% λεμφαδενικές - για τη στιγμή της επέμβασης και διάγνωσης. Η παρακέντηση του όζου και η ταχεία βιοψία δεν μπορούν να εξακριβώσουν την παρουσία του θυλακιώδους καρκινώματος.
Περιορίζονται απλώς στη διάγνωση του θυλακιώδους νεοπλάσματος. Η χειρουργική τακτική που ακολουθείται πλέον διεθνώς είναι η ολική θυρεοειδεκτομή για όλες τις περιπτώσεις θυλακιώδους καρκινώματος. Η εγχείρηση αυτή επιτυγχάνει: χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης της τοπικής υποτροπής, σωστή παρακολούθηση της θυρεοσφαιρίνης και δυνατότητα εφαρμογής μετεγχειρητικής θεραπείας με ραδιενεργό ιώδιο.
Η θεραπεία με ραδιενεργό Ιώδιο ακολουθεί μετά την χειρουργική επέμβαση στις περιπτώσεις όπου η ιστολογική εξέταση διαπιστώνει την παρουσία λεμφαδενικών μεταστάσεων.