Το αντιγόνο CA15-3 Το αντιγόνο CA15-3 είναι ένας δείκτης που συσχετίζεται με τον καρκίνο του μαστού. Πρόκειται για μία πρωτεΐνη που παράγεται από το γονίδιο MUC1 και της οποίας η λειτουργία δεν είναι απολύτως γνωστή. Χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της πορείας της νόσου σε ασθενείς με ήδη διεγνωσμένοκαρκίνο του μαστού και της αποτελεσματικότητας της θεραπευτικής αγωγής στην οποία υποβάλλεται η ασθενής.
Έτσι, μια μείωση του CA15-3 μετά την εφαρμογής μιας θεραπείας μπορεί να σημαίνει καλή ανταπόκριση του όγκου στη θεραπεία, ενώ η απουσία μεταβολής ή η αύξηση του CA15-3 μπορεί να σημαίνει αντίσταση στη θεραπεία. Επίσης, η αύξηση του CA15-3 μπορεί να είναι το πρώτο σημείο μιας επικείμενης υποτροπής της νόσου. Γι’ αυτό το λόγο η μέτρηση του CA15-3 μπορεί να μειώσει σε ένα βαθμό την συχνότητα των απεικονιστικών εξετάσεων, όπως οι αξονικές τομογραφίες και τα σπινθηρογραφήματα των οστών. Σημειώνουμε επίσης ότι μπορεί κατά τη διάρκεια των χημειοθεραπειών να παρατηρηθεί παράδοξη αύξηση του CA15-3. Δηλαδή παρά το ότι η ασθενής υποβάλλεται σε χημειοθεραπεία, η τιμή του CA15-3 ν’ αυξάνει σε σχέση με την τιμή της πριν την έναρξη των θεραπειών.
Η αύξηση αυτή μπορεί να διαρκέσει αρκετές εβδομάδες, έως και 2 μήνες, και θεωρείται πως οφείλεται σε καταστροφή των καρκινικών κυττάρων και απελευθέρωση του CA15-3 στην κυκλοφορία του αίματος. Επειδή τα επίπεδα του CA15-3 ενδέχεται να μην είναι αυξημένα στα αρχικά στάδια του καρκίνου του μαστού, η εξέταση δεν προσφέρεται ως δοκιμασία προ-συμπτωματικού ελέγχου του γενικού πληθυσμού (screening test). Δηλαδή, η παρουσία φυσιολογικής τιμής του CA15-3 σε ένα κατά τ’άλλα υγιές άτομο δεν του εξασφαλίζει πως δεν πάσχει από καρκίνο του μαστού.
Επιπλέον, το CA15-3 μπορεί να αυξηθεί και σε άλλες μη-κακοήθεις παθολογικές καταστάσεις, όπως η χρόνια ενεργός ηπατίτιδα, η κίρρωση του ήπατος, η σαρκοείδωση, ο υποθυρεοειδισμός, η μεγαλοβλαστική αναιμία, κλπ. Ως φυσιολογικές τιμές για το CA15-3 λαμβάνονται συνήθως οι τιμές < 30 U/ml. Το καρκινοεμβρυικό αντιγόνο (Carcinoembryonic antigen, CEA) Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1965, οι Gold και Freedman περιέγραψαν ένα νεό αντιγόνο που έλειπε από τα φυσιολογικά κύτταρα των ενηλίκων ανθρώπων, ενώ ανιχνεύονταν σε εμβρυικά και καρκινικά κύτταρα από το κόλο (παχύ έντερο). Για το λόγο αυτό το αντιγόνο ονομάστηκε καρκινοεμβρυονικό. Αρκετά χρόνια αργότερα αποδείχτηκε πως το CEA περιλαμβάνει στην πραγματικότητα διάφορες γλυκοπρωτεΐνες της «οικογένειας» CEA.
Η λειτουργία του CEA δεν έχει κατανοηθεί πλήρως αν και πιθανολογείται πως συμμετέχει στην προσκόλληση των κυττάρων στην εξωκυττάρια ουσία και σε άλλα κύτταρα. Το CEA εκφράζεται φυσιολογικά στο επιθήλιο στο πεπτικό σύστημα (κυρίως στο κόλο, δηλαδή στο παχύ έντερο). Ως καρκινικός δείκτης, το CEA αυξάνεται κυρίως στον ορθοκολικό καρκίνο, και σε μικρότερο βαθμό για την παρακολούθηση ασθενών με ήδη διεγνωσμένο καρκίνο του μαστού. Το ανώτερο όριο φυσιολογικών τιμών του CEA διαφέρει από εργαστήριο σε εργαστήριο, όπως επίσης διαφέρει ανάμεσα σε καπνιστές και μη-καπνιστές. Πάντως, συνήθως, τιμές μετάξύ 0 έως 3.5 ng/ml για του μη-καπνιστές και 0 έως 5 ng/ml θεωρούνται εντός φυσιολογικών ορίων.
Ο λόγος που διστάζουμε να παραθέσουμε τα όρια των καρκινικών δεικτών, εκτός του ότι εξαρτώνται από το εργαστήριο και τη μέθοδο προσδιορισμού, είναι γιατί δεν θέλουμε να τροφοδοτήσουμε με πανικό την είδη αγχωμένη αναγνώστρια (ή και αναγνώστη μας), που πιθανώς έκανε πρόσφατα εξετάσεις και κάποιος απο τους παραπάνω δείκτες ήταν ελαφρώς αυξημένος, π.χ. ένα CEA στα 3.8 ng/ml σε μη-καπνιστή.