Η καλσιτονίνη, επίσης, γνωστή ως θυρεοκαλσιτονίνη είναι μια πολυπεπτιδική ορμόνη με 32 αμινοξέα που παράγεται σε ανθρώπους, κυρίως από τα παραθυλακιώδη κύτταρα (C-κύτταρα) του θυρεοειδούς. Προκαλεί μείωση του ασβεστίου στο αίμα (Ca2) μέσω της παραθυρεοειδούς ορμόνης (ΡΤΗ). Η δράση της είναι τελείως ξεχωριστή από τις θυρεοειδικές ορμόνες Τ3 και Τ4, καθώς εστιάζεται στη ρύθμιση των επιπέδων του ασβεστίου στο αίμα, το οποίο και παρεμποδίζει να ανέλθει σε παθολογικά υψηλές τιμές. Η καλσιτονίνη είναι μια πολυπεπτιδική ορμόνη, η δράση της οποίας αποκρυπτογραφήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 και ανταποκρίνεται εκκρινόμενη από τα C-κύτταρα του θυρεοειδούς αδένα, μειώνοντας τα αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο πλάσμα.
Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, η καλσιτονίνη εντοπίστηκε σε μεγάλες ποσότητες σε ασθενείς με μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς και μέχρι σήμερα αποτελεί τον κλασικό δείκτη της νεοπλασίας αυτής, ενώ οι τιμές της σχετίζονται αναλογικά με τον όγκο των καρκινικών κυττάρων. Η καλσιτονίνη (μαζί με την παραθορμόνη που παράγεται από τους παραθυροειδείς αδένες) παίζει σπουδαίο ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου στα οστά και στο αίμα, αυξάνει τη νεφρική απέκκριση του φωσφόρου και διεγείρει την επαναρρόφηση του ασβεστίου. Στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, εκφράστηκε η άποψη ότι η καλσιτονίνη προέρχεται από μια μεγαλύτερη πρόδρομη πρωτεΐνη, την προ-καλσιτονίνη, αλλά παραδόξως, χρειάστηκαν σχεδόν 20 χρόνια για συσχετισμό της προκαλσιτονίνης με σοβαρές συστηματικές βακτηριακές λοιμώξεις.
Λίγα χρόνια αργότερα χρησιμοποιήθηκε το πεπτίδιο αυτό για την αναγνώριση των σηπτικών ασθενών, καθώς και για την αιτιολογική διαφορική τους διάγνωση. Η προκαλσιτονίνη είναι ένα μεγάλου μοριακού βάρους πεπτίδιο με 116 αμινοξέα αποτελούμενο από τρία μικρότερα, τα οποία ανευρίσκονται στον ορό φυσιολογικών ατόμων. Το αποτελούμενο από 33 αμινοξέα κεντρικό μέρος της προκαλσιτονίνης μετατρέπεται τελικά στην ενεργό μορφή της καλσιτονίνης.
Εκτός από τη συστηματική φλεγμονώδη αντίδραση στην οποία έχει παρατηρηθεί μια υπερέκφραση του υπεύθυνου για την προκαλσιτονίνη γονιδίου στο χρωμόσωμα 11, CALC1 (Calca), τα πρόδρομα αυτά μόρια της καλσιτονίνης αυξάνονται και σε διάφορες άλλες κλινικές καταστάσεις. Ειδικότερα η καλσιτονίνη διευκολύνει την πρόσληψη και την καθήλωση του ασβεστίου στα οστά προκαλώντας την μείωση των τιμών του ασβεστίου στο αίμα. Όταν υπάρχουν στο αίμα υψηλά επίπεδα ασβεστίου (υπερασβεστιαιμία) εκκρίνεται καλσιτονίνη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της απορρόφησης του ασβεστίου από το γαστρεντερικό σωλήνα, την αναστολή της απορρόφησης του ασβεστίου από τα οστά (από τους οστεοκλάστες και τα οστεοκύτταρα) και την αύξηση της απέκκρισης του ασβεστίου από τα νεφρά.
Οι δράσεις αυτές είναι ανταγωνιστικές προς την παραθορμόνη και οδηγούν σε μείωση των επιπέδων του ασβεστίου στο αίμα. Η Καλσιτονίνη χρησιμοποιείται επίσης ως εργαστηριακός δείκτης για ορισμένα νεοπλασματικά νοσήματα του ενδοκρινικού συστήματος, με κυριότερο το μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς. Για το λόγο αυτό, τα επίπεδά της προσδιορίζονται συχνά στα πλαίσια ελέγχου ύποπτων για κακοήθεια όζων του θυρεοειδούς αδένα. Η έκκριση τόσο της καλσιτονίνης όσο και της παραθυρεοειδούς ορμόνης καθορίζεται από το επίπεδο του ασβεστίου στο αίμα.
Η έκκριση καλσιτονίνης διεγείρεται από: Την αύξηση στον ορό του ασβεστίου Την γαστρίνη και πενταγαστρίνη Η ορμόνη συμμετέχει στο μεταβολισμό ασβεστίου και φωσφόρου. Με πολλούς τρόπους, η καλσιτονίνη εξουδετερώνει την παραθυρεοειδή ορμόνη (ΡΤΗ). Πιο συγκεκριμένα, η καλσιτονίνη μειώνει το ασβέστιο + στο αίμα με τέσσερις τρόπους:
- Αναστέλλει την απορρόφηση ασβεστίου από το έντερο
- Αναστέλλει τη δραστηριότητα οστεοκλαστών στα οστά
- Διεγείρει την οστεοβλαστική δραστηριότητα στα οστά
- Αναστέλλει τη νεφρική σωληναριακή επαναπορρόφηση του ασβεστίου ώστε να μπορεί να αποβάλλεται με τα ούρα
Ωστόσο, οι επιδράσεις της καλσιτονίνης για την ΡΤΗ είναι:
- Αναστέλλει την επαναρρόφηση φωσφόρου από τα σωληνάρια των νεφρών
- Η καλσιτονίνη προστατεύει από την απώλεια ασβεστίου από τον σκελετό κατά τη διάρκεια της κινητοποίησης ασβεστίου, όπως η εγκυμοσύνη και, κυρίως, η γαλουχία Άλλες επιπτώσεις είναι στην πρόληψη της μεταγευματικής υπερασβεστιαιμίας που προκύπτει από την απορρόφηση του ασβεστίου
- Επίσης, η καλσιτονίνη αναστέλλει την πρόσληψη τροφής μέσω ρύθμισης της όρεξης και της πρόσληψης τροφής.
Ο υποδοχέας της καλσιτονίνης, ανευρίσκεται στους οστεοκλάστες, και στο νεφρό και σε περιοχές του εγκεφάλου, και γίνεται σύζευξη με τον υποδοχέα G που είναι πρωτεΐνη, ο οποίος συνδέεται με την αδενυλική κυκλάση και συνεπώς συμβάλλει στην παραγωγή του cAMP στα κύτταρα-στόχους. Μπορεί επίσης να επηρεάσει τις ωοθήκες στις γυναίκες και τους όρχεις στους άνδρες.
H καλσιτονίνη μετριέται στο αίμα όταν στο σπινθηρογράφημα του αδένα βρίσκεται ένας «ψυχρός όζος» στο θυρεοειδή ή όταν στο υπερηχοράφημα διαπιστώνεται όζος με «ύποπτα» χαρακτηριστικά ώστε να προσδιοριστεί η πιθανότητα να υπάρχει μυελώδες καρκίνωμα του θυρεοειδούς. Η μέτρησή της θα πρέπει να περιλαμβάνεται επίσης στον έλεγχο των ατόμων που στο οικογενειακό ιστορικό τους υπάρχει ένας συγκεκριμένος τύπος του θυρεοειδικού καρκίνου, ο μυελοειδής καρκίνος ή καρκίνωμα των C-κυττάρων.
Ενδείξεις για προσδιορισμό καλσιτονίνης αποτελούν:
1) Όζοι θυρεοειδούς
2) Πληθυσμιακός έλεγχος (screening) μελών σε οικογένειες με γνωστό ή «ύποπτο» MTC ή σε περιπτώσεις συνδρόμου πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύπου 2a (μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς – MTC, υπερπαραθυρεοειδισμός, φαιοχρωμοκύτωμα) ή τύπου 2b (MTC, φαιοχρωμοκύτωμα, υποβλενογόνια νευρινώματα και κατανομή σώματος τύπου Marfan).
3) Παρακολούθηση ασθενών με γνωστό MTC (προ-εγχειρητικά, μετεγχειρητικά, ανταπόκριση σε θεραπεία). Φυσιολογικές τιμές καλσιτονίνης γυναίκες: 5 ng / L ή pg / mL άνδρες: 12 ng / L ή pg / mL παιδιά κάτω των 6 μηνών: 40 ng / L ή pg / mL παιδιά ηλικίας μεταξύ 6 μηνών και 3 ετών: 15 ng / L ή pg / mL
Αυξημένα επίπεδα καλσιτονίνης έχουν επίσης αναφερθεί σε υπερπλασία των C-κυττάρων θυρεοςιδούς, σε μικροκυτταρικό καρκίνωμα σε άλλες κακοήθειες, σε οξεία και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, σε υπερασβεστιαιμία, σε υπεργαστριναιμία και άλλες γαστρεντερικές διαταραχές, και σε πνευμονικές νόσους.
Πιθανές Ερμηνείες Παθολογικών Τιμών
Αυξημένες τιμές καλσιτονίνης παρατηρούνται σε:
• Αλκοολική κίρρωση.
• Καρκίνο του μαστού.
• Υπερπλασία των κυττάρων C.
• Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
• Νόσο του Cushing.
• Έκτοπη παραγωγή καλσιτονίνης (όπως στον καρκίνο του παγκρέατος).
• Υπερασβεστιαιμία. • Καρκίνο των νησιδίων του παγκρέατος.
• Καρκίνο του πνεύμονα (μικροκυτταρικό)
• Μυελοειδές καρκίνο του θυρεοειδούς.
• Αδένωμα ή υπερπλασία παραθυρεοειδών.
• Κακοήθη αναιμία.
• Φαιοχρωμοκύττωμα.
• Θυρεοειδίτιδα.
• Ουραιμία.
• Σύνδρομο Zollinger-Ellison.
• Λήψη φαρμάκων: ασβέστιο, επινεφρίνη, γλυκαγόνη, από του στόματος αντισυλληπτικά, πενταγαστρίνη (μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα καλσιτονίνης). Μείωση: • Δε φαίνεται να υπάρχει καμία επίδραση στον οργανισμό.
Οι ασθενείς που έχουν υποστεί αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα και έχουν μη ανιχνεύσιμα επίπεδα καλσιτονίνης στο αίμα τους, δεν παρουσιάζουν σχετικά δυσμενή συμπτώματα. Σε μερικούς ασθενείς με μυελοειδές καρκίνο του θυρεοειδούς, τα επίπεδα της καλσιτονίνης είναι φυσιολογικά.
Εάν σε ασθενή με μυελοειδές καρκίνο του θυρεοειδούς πραγματοποιηθεί χειρουργική επέμβαση, τα επίπεδα Καλσιτονίνης ελέγχονται περιοδικά για να εξασφαλιστεί ότι επιστρέφουν σε φυσιολογικά επίπεδα. Αν τα επίπεδα παραμένουν αυξημένα, τότε πιθανότατα έχει παραμένει ιστός που παράγει Καλσιτονίνη. Αν τα επίπεδα μειωθούν μετά από τη χειρουργική επέμβαση και στη συνέχεια αυξηθούν, υπάρχει πιθανότητα αναζωπύρωσης του καρκίνου.
Προτείνεται στα μέλη των οικογενειών των ασθενών με μυελοειδές καρκίνο του θυρεοειδούς να ελέγχονται μέσω της μέτρησης της καλσιτονίνης. Η καλσιτονίνη σολομού χρησιμοποιείται για τη θεραπεία: της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης της υπερασβεστιαιμίας της νόσου του Paget τις οστικές μεταστάσεις τον πόνο στα άκρα μετά από ακρωτηριασμό για τη θεραπεία της σπονδυλικής στένωσης
Η καλσιτονίνη σολομού μοιάζει με την ανθρώπινη καλσιτονίνη, αλλά είναι περισσότερο δραστική. Διαγνωστική αξία της καλσιτονίνης Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαγνωστικώς και ως δείκτης όγκου για το μυελοειδή θυρεοειδικό καρκίνο, στον οποία τα υψηλά επίπεδα καλσιτονίνης μετά από χειρουργική επέμβαση μπορεί να υποδεικνύουν υποτροπή.