Στις καλοήθεις παθήσεις του μαστού εντάσσεται ένα πλήθος παθήσεων, αρκετές από τις οποίες δε συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και ορισμένες που θεωρείται ότι αποτελούν παράγοντα κινδύνου ανάπτυξης κακοήθειας. Στα συμπτώματα που συχνά εμφανίζουν οι περισσότερες καλοήθεις παθήσεις συγκαταλέγονται: η μαστοδυνία (έντονος πόνος στο μαστό), οι ψηλαφητές αλλοιώσεις και η έκκριση υγρού από τη θηλή. Οι καλοήθεις παθήσεις που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού είναι:
ΣΚΛΗΡΥΝΤΙΚΗ ΑΔΕΝΩΣΗ. Μια συνήθως επώδυνη πάθηση που πολύ συχνά προσομοιάζει με ψηλαφητή σκληρία. Αποτελεί ιστολογική οντότητα κατά την οποία παρουσιάζουν υπερπλασία τα λόβια των μαστών (αδένες που παράγουν το γάλα) με ταυτόχρονη αύξηση του ινώδους ιστού. Στη μαστογραφία, η σκληρυντική αδένωση συνήθως χαρακτηρίζεται από αμφοτερόπλευρες διάσπαρτες αποτιτανώσεις. Η αντιμετώπισή της, στις περισσότερες των περιπτώσεων απαιτεί χειρουργική βιοψία προκειμένου να αποκλειστεί υποκείμενη κακοήθεια.
ΥΠΕΡΠΛΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΟΡΩΝ. Πρόκειται για την αλλοίωση που πιο συχνά συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Οι ασθενείς με υπερπλασία των πόρων χωρίς ατυπία (συμβατική υπερπλασία των πόρων) θα πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά, ανά εξάμηνο με κλινική εξέταση και υπερηχογράφημα ενώ συστήνεται και ετήσια ψηφιακή μαστογραφία.
ΔΙΑΧΥΤΗ ΘΗΛΩΜΑΤΩΣΗ. Χαρακτηρίζεται η πάθηση που αφορά στον σχηματισμό πολλαπλών θηλωμάτων. Στη διάχυτη θηλωμάτωση συστήνεται παρακολούθηση της ασθενούς ανά εξάμηνο με κλινική εξέταση και υπερηχογράφημα και ψηφιακή μαστογραφία ετησίως. Στην περίπτωση που παρουσιαστεί έκκριμα από τη θηλή απαιτείται η ανάλυσή του με επανειλημμένες κυτταρολογικές εξετάσεις. Σε περίπτωση υποψίας συνιστάται μακροπορεκτομή (εκτομή όλων των πόρων κάτω από τη θηλή).
ΣΥΝΘΕΤΑ ΙΝΟΑΔΕΝΩΜΑΤΑ. Πρόκειται για όγκους που περιέχουν κύστεις με διάμετρο μεγαλύτερη από 3mm, σκληρυντική αδένωση και άλλες σύνθετες αλλοιώσεις των κυττάρων του μαστού. Τα σύνθετα ινοαδενώματα, όταν συνυπάρχουν και με πολυεστιακές υπερπλαστικές αλλαγές στον περιβάλλοντα αδενικό ιστό συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Στην περίπτωσή τους προτείνεται η χειρουργική εκτομή και η εν συνεχεία ιστολογική ταυτοποίηση.
ΦΥΛΛΟΕΙΔΕΙΣ ΟΓΚΟΙ. Στρωματικοί όγκοι που προσομοιάζουν με ινοαδενώματα, συχνά μικτοί με κυστικά στοιχεία, και φυλλοειδείς προσεκβολές μέσα σ’ αυτούς. Θεωρούνται όγκοι ενδιάμεσης κακοήθειας, αυξάνονται ταχύτατα σε μέγεθος και συνήθως παρουσιάζουν αυξημένη αιμάτωση. Το πότε και το εάν θα χαρακτηριστεί ένας φυλλοειδής όγκος ως σάρκωμα εξαρτάται από τα παθολογοανατομικά κριτήρια που ισχύουν για τα σαρκώματα. Η συχνότητά τους είναι περίπου ένας φυλλοειδής όγκος για κάθε 40 ινοαδενώματα. Η αντιμετώπισή τους είναι αποκλειστικά χειρουργική και συνίσταται σε ευρεία εκτομή με ελεύθερα χειρουργική όρια, δεδομένου ότι έχουν την τάση να υποτροπιάζουν τοπικά.
ΑΤΥΠΗ ΥΠΕΡΠΛΑΣΙΑ. Πρόκειται για ειδική αλλοίωση είτε στους πόρους είτε στα λόβια. Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες με διαγνωσμένη άτυπη υπερπλασία τετραπλασιάζεται σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, ενώ εάν συνυπάρχει και κληρονομικό οικογενειακό ιστορικό, ο κίνδυνος ανάπτυξης της νόσου σημειώνεται έξι φορές μεγαλύτερος. Η θεραπευτική της προσέγγιση συνιστά χειρουργική βιοψία.
ΑΚΤΙΝΩΤΗ ΟΥΛΗ. Μια σπάνια σε συχνότητα καλοήθη αλλοίωση, άγνωστης παθογένεσης.Η ανεύρεσή της σε βιοψίες είναι μικρότερη του 1% ενώ οι μικρές ακτινωτές ουλές αποτελούν τυχαίο παθολογοανατομικό εύρημα. Όταν σημειώνονται μεγαλύτερες «βλάβες» αυτές εντοπίζονται κατά τη μαστογραφία παρουσιάζοντας εικόνα κακοήθειας, με τυπική αστεροειδή σκίαση BIRADS4. Οι γυναίκες με διαγνωσμένη ακτινωτή ουλή παρουσιάζουν σχετικά συχνά αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν κάποια στιγμή στη ζωή τους καρκίνο του μαστού, γι’ αυτό ακριβώς και η ανεύρεση της ακτινωτής ουλής επιβάλει χειρουργική βιοψία.
ΛΟΒΙΑΚΟ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ IN SITU (LCIS). Με τον όρο «in situ καρκίνωμα» αναφέρονται οι περιπτώσεις όπου τα κύτταρα με κακοήθεια περιορίζονται στο επιθήλιο του λοβίου (λοβιακό καρκίνωμα) και δεν φαίνεται να διασπούν τη βασική μεμβράνη. Το in situ αποτελεί περισσότερο ένα δείκτη αυξημένου κινδύνου εμφάνισης αμφοτερόπλευρου πορογενούς ή διηθητικού καρκίνου του μαστού, παρά μια προκαρκινωματώδη βλάβη αυτή καθαυτή. Ο κίνδυνος ανάπτυξης ετερόπλευρου και ομόπλευρου καρκίνου του μαστού εμφανίζεται ίδιος ενώ η συνύπαρξη οικογενειακού ιστορικού καρκίνου του μαστού αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα εμφάνισης διηθητικού καρκίνου. Η αντιμετώπιση του in situ εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η ηλικία της γυναίκας που νοσεί, το ατομικό και οικογενειακό της ιατρικό ιστορικό καθώς και άλλοι παράγοντες κινδύνου. Συνιστάται λοιπόν από τακτική παρακολούθηση με ψηφιακή και μαγνητική μαστογραφία καθώς και κλινική εξέταση έως και προληπτική αμφοτερόπλευρη μαστεκτομή.