Mια πανέμορφη επαρχιακή γωνιά, η Κύμη της Ευβοίας, ήταν το σκηνικό όπου κύλησαν τα πρώτα χρόνια της ζωής του Γεωργίου Ν. Παπανικολάου. Εκεί γεννήθηκε στις 13 Μαΐου 1883, όντας το τρίτο παιδί του Νικόλαου και της Μαρίας Παπανικολάου, το γένος Κριτσούτα. Ο Γιώργος πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε ένα περιβάλλον όπου η φύση ήταν δεμένη με την ύπαρξη και η αγάπη με τη ζωή. «Είναι διαρκής η ανάμνησις της παιδικής και νεανικής μου ζωής μέσα στο ζεστό πατρικό μας σπίτι» έγραφε ο ίδιος το 1958. Αφού τελείωσε το Δημοτικό, ήρθε στην Αθήνα για τις Γυμνασιακές του σπουδές. Από νωρίς έδειξε πως ήταν προικισμένος με εξαιρετική ευαισθησία, σπάνια εξυπνάδα, φιλομάθεια και θεληματικότητα. Το 1898 εισήλθε στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών σε ηλικία 15 χρόνων. Στα πανεπιστημιακά του χρόνια συνδέθηκε με φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής, ταγμένους στο κίνημα του δημοτικισμού. Όταν πήρε το δίπλωμά του και εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ήρθε η ώρα να αποφασίσει για την καριέρα του. Την πρόταση του πατέρα του να σταδιοδρομήσει ως ιατρός ή ακόμα να εξασφαλίσει μία θέση στρατιωτικού γιατρού την απέρριψε χωρίς δισταγμό, καθώς στο ανήσυχο πνεύμα του δεν ταίριαζαν τέτοιες λύσεις. Σε γράμμα του, την 31η Δεκεμβρίου 1904, έγραφε στον πατέρα του: «Όχι, δεν θέλω γίνω στρατιωτικός γιατρός. Θέλω να μείνω ελεύθερος, να αισθανθώ τη χαρά που δίνει ο αγών της ζωής. Εμένα δεν με τρομάζει το πέλαγος. Θέλω την ελευθερία μου, τη γλυκιά μου ελευθερία». Τελικά, έπεισε τον πατέρα του να τον στείλει για ευρύτερες σπουδές στο εξωτερικό και, το 1907, έφυγε για τη Γερμανία. Κατά την τριετία 1907- 1910, σπούδασε Βιολογία και Ζωολογία στα πανεπιστήμια της Ιένας, του Φράιμπουργκ και του Μονάχου, με τους διάσημους καθηγητές Χαίκελ, Χέρτβιγκ και Βάισμαν. Στο διάστημα αυτό απέκτησε πλούσια εργαστηριακή πείρα, δημοσίευσε δύο εργασίες στα γερμανικά και έλαβε το Διδακτορικό του δίπλωμα (PhD) από το πανεπιστήμιο του Μονάχου, με θέμα «περί των όρων της φυλετικής διαφοροποιήσεως των Δαφνιδών». Επιστρέφοντας στην Ελλάδα βρήκε μια απογοητευτική κατάσταση καθώς στο θέμα της έρευνας που τον ενδιέφερε δεν υπήρχε πρόσφορο έδαφος. Τον Ιανουάριο του 1911, παντρεμένος πια, αναχωρεί για το Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο του Μονακό, όπου αναλαμβάνει εργασία στην επιστημονική ομάδα του φυσιοδίφη Πρίγκιπα του Μονακό, Αλβέρτου Α'. Τον ίδιο χρόνο επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα. Τότε, ο Παπανικολάου επιστρατεύεται ως έφεδρος ανθυπίατρος και πολεμά στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, γνωρίζει πολλούς μετανάστες της Αμερικής που είχαν έλθει να πολεμήσουν εθελοντικά και εδραιώνεται μέσα του η άποψη πως μόνο στην Αμερική θα έβρισκε τα μέσα και τις συνθήκες για επιστημονική έρευνα. Στις 19 Οκτωβρίου 1913, ο Γιώργος Παπανικολάου αποβιβάζεται στη Νέα Υόρκη. Στην αρχή, εργάστηκε ως υπάλληλος σε κατάστημα χαλιών ενώ συνεργαζόταν και με την ελληνική εφημερίδα «Ατλαντίς». Τον Σεπτέμβριο του 1914 προσελήφθη στο τμήμα Ανατομίας του πανεπιστημίου Cornell. Μαζί με τον καθηγητή Stockard δημοσίευσε την πρώτη του εργασία σχετικά με την μεταβίβαση των εκφυλιστικών αλλοιώσεων στους απογόνους των θηλαστικών που είχαν κάνει κατανάλωση αλκοόλ. Στη συνέχεια, μελέτησε τα κολπικά επιχρίσματα των ινδικών χοιριδίων. Τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά ενώ ο ίδιος έδειχνε ενθουσιασμένος όταν κατά την μικροσκόπηση παρατηρούσε την διαφορετική μορφολογία των κυττάρων, ανάλογα με την φάση του ωοθηκικού κύκλου. Τα ευρήματα αυτά συνέκρινε με τον ορμονικό προσδιορισμό του ωοθηκικού κύκλου των θηλαστικών στα κολπικά επιχρίσματα. Μελετώντας το υλικό του, διαπίστωσε ότι μεταξύ των κυττάρων υπήρχαν κύτταρα ανώμαλα, που είχαν σχέση με τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Τη δεκαετία του 1920 πραγματοποίησε τις πρώτες κλινικοεργαστηριακές μελέτες για τη διαγνωστική αξία της κυτταρολογικής εξέτασης του κολπικού επιχρίσματος στις γυναίκες. Η πρωτοποριακή κυτταροδιαγνωστική μέθοδος του Dr. Pap δοκιμάστηκε πρώτα σε φυσιολογικές γυναίκες και έγινε γνωστή ως «Pap smear» (επίχρισμα Παπανικολάου) και «Pap Test» (δοκιμασία Παπανικολάου). Ακολούθησαν τα πρώτα κλινικά ευρήματα σε καρκινοπαθείς γυναίκες του «Women's Hospital» της Νέας Υόρκης. Το 1941, δημοσίευσε στο περιοδικό «American journal» εργασία με τίτλο «Η διαγνωστική αξία του κολπικού επιχρίσματος στη διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας», στην οποία τονιζόταν η αναγκαιότητα εφαρμογής της μεθόδου στο σύνολο των γυναικών για τη διάγνωση σε πρώιμο ιάσιμο στάδιο του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Από το 1940 άρχισαν να εφαρμόζονται τα προγράμματα μαζικού ελέγχου των γυναικών στην Αμερική, με τα οποία μειώθηκε αισθητά η θνησιμότητα από τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Τα προγράμματα αυτά επεκτάθηκαν αργότερα, το 1960, και στην Ευρώπη με τα ίδια ελπιδοφόρα αποτελέσματα. Μετά από αυτή την επιτυχία, ο Παπανικολάου έστρεψε την προσοχή του στη σωστή εκπαίδευση γιατρών, στην τεχνική λήψης και χρώσης των επιχρισμάτων και της διάγνωσης του καρκίνου. Τότε πρότεινε και την ταξινόμηση των ευρημάτων του σε 5 κατηγορίες (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV, V) και έτσι στο nοσοκομείο Cornell γεννήθηκε ένας νέος κλάδος, η «Αποφολιδωτική Κυτταρολογία». Ο Γεώργιος Παπανικολάου πέθανε στις 19 Φεβρουαρίου του 1962, μετά από καρδιακή προσβολή, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο κενό. Είχε την ικανοποίηση να δει εν ζωή το έργο του να αναγνωρίζεται σε παγκόσμια κλίμακα. Δέχθηκε άπειρες εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης και τιμήθηκε διεθνώς με βραβεία και διακρίσεις. Μέσα από τη δύσκολη και συναρπαστική ιστορία της ζωής του, ο μεγάλος αυτός επιστήμονας κατόρθωσε με συνεχή και σκληρό αγώνα να δημιουργήσει ένα σπάνιο έργο, ένα έργο που καταξιώνει την ανθρώπινη υπόσταση και της δίνει την προέκταση μιας υπαρκτής αθανασίας.