Οι μετρήσεις της βιταμίνης D έχουν γίνει “μόδα” τον τελευταίο χρόνο, διότι η εξέταση καλύπτεται πλέον από τα ασφαλιστικά ταμείο, και πολλοί Έλληνες είδαν τις συγκεντρώσεις τους κάτω από τα φυσιολογικά όρια της επάρκειας.
Οı ενδείξεις μέτρησης της συγκέντρωσης της βιταμίνης D είναι συγκεκριμένες και πρέπει να γίνονται σε όσους πάσχουν από παθήσεις των οστών (ραχίτιδα, οστερομαλακία, οστεοπόρωση), χρόνιες παθήσεις των νεφρών, ηπατική ανεπάρκεια , σύνδρομα δυσαπορρόφησης (κυστική ίνωση, φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου, νόσο του Crohn, βαριατρική χειρουργική, ακτινική εντερίτιδα) και υπερπαραθυρεοειδισμό.
Επίσης πρέπει να γίνονται σε έγκυες και θηλάζουσες, σε ηλικιωμένους με ιστορικό πτώσεων ή καταγμάτων χαμηλής βίας, σε παχύσαρκα παιδιά και ενήλικες, σε ασθενείς και κοκκιωματώδεις νόσους και μερικά λεμφώματα καθώς και σε όσους κάνουν χρήση αντιεπιληπτικών, κορτικοστεροειδών, φαρμάκων κατά του AIDS, αντιμυκητιασικών, χολεστυραμίνης. Ανεπάρκεια και έλλειψη Θεωρείται ότι η βιταμίνη D πρέπει να είναι στο αίμα μας πάνω από 50 ng/dl καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους για να αποκομίσουμε τα μέγιστα οφέλη της. Να σημειωθεί ότι η βιταμίνη D λειτουργεί μέσα στο σώμα μας παρουσία κάποιων συστατικών που είναι απαραίτητα για να εκφράσει τη δράση της.
Αυτά τα συστατικά ονομάζονται συμπαράγοντες της D και είναι το μαγνήσιο, η βιταμίνη K2, ο ψευδάργυρος και το βόριο. Μια μελέτη βρήκε ότι χωρίς αρκετό μαγνήσιο τα οφέλη της βιταμίνης D ελαχιστοποιούνται.
Σύμφωνα με την Endocrine Society υπάρχει επάρκεια βιταμίνης D όταν η συγκέντρωση στο αίμα είναι μεγαλύτερη από 30 ng/ml, σχετική ανεπάρκεια μεταξύ 20-30 ng/ml, έλλειψη μεταξύ 10-20 ng/ml και σοβαρή έλλειψη κάτω από τα 10 ng/ml.
Συγκέντρωση της 25(ΟΗ)D (25 ύδροξυ βιταμίνης D) κάτω από 10 ng/ml χαρακτηρίζεται ως κλινική υποβιταμίνωση, η οποία εκδηλώνεται με οστικά άλγη, κατάγματα και μυική αδυναμία. Όταν οι συγκεντρώσεις είναι κάτω από τα 10 ng/ml μπορεί να εμφανιστεί ραχίτιδα στα παιδιά και οστεομαλακία κατά τη μετέπειτα ζωή.
Στις περιπτώσεις που υπάρχει ένδειξη να γίνει μέτρηση και βρεθεί ότι η συγκέντρωση είναι κάτω από 30 ng/ml, μπορούν να δοθούν συμπληρώματα βιταμίνης D. Aυτές οι συγκεντρώσεις ισχύουν για άτομα στα οποία συνυπάρχει τουλάχιστον μια νόσος από αυτές που αναφέρθηκαν στις ενδείξεις μέτρησης.
Υπάρχει όμως και μια τεράστια μερίδα του γενικού πληθυσμού στους οποίους οι μετρήσεις δείχνουν μία συγκέντρωση ορού 25 ή 23 ή 21 ng/ml.
Αυτά τα επίπεδα φαίνεται να είναι τα συνήθη επίπεδα στον γενικό πληθυσμό και ειδικά στην ελληνική επικράτεια.
Τυπικά αυτά τα άτομα έχουν ανεπάρκεια. Σύμφωνα με τον κ. Καρρά, στην πραγματικότητα δεν έχει τεκμηριωθεί βιβλιογραφικά ότι όντως αυτά τα άτομα έχουν ανεπάρκεια με την έννοια των κριτηρίων τα οποία υιοθετούνται για τον γενικό πληθυσμό που είναι κάτω από 20 ng/ml. Εστω και αν βρεθούν 18 ή 19 ng/ml, σε κάποιον που δεν έχει πρόβλημα υγείας το οποίο συνιστά ένδειξη για μέτρηση, δεν υπάρχει λόγος να δοθεί υποκατάσταση. Οι μελέτες στις οποίες βασίζεται η υποβιταμίνωση D είναι μελέτες παρατήρησης. Δηλαδή γίνονται μετρήσεις σε μια συγκεκριμένη δεξαμενή γενικού πληθυσμού και βρίσκουμε ότι κατά μέσο όρο η βιταμίνη D είναι 20 ng/ml.
Αν σε αυτούς που είναι υγιείς δοθεί υποκατάσταση, δεν υπάρχουν τεκμηριωμένες ενδείξεις ότι ωφελούνται κάπου. “Είναι προβληματικό να δώσουμε υποκατάσταση με βάση κάτι το οποίο διεθνώς βιβλιογραφικά δεν έχει ισχυρά δεδομένα ότι βελτιώνει κάτι. Αυτό είναι η όλη διελκυστίνδα και η ασάφεια που υπάρχει στο πεδίο”
Υπερβιταμίνωση Ο αυξανόμενος ρυθμός λήψης βιταμίνης D χωρίς ιατρική συνταγή, και χωρίς ένδειξη, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των περιστατικών υπερβιταμίνωσης. Είναι αποδεκτό ότι οι συγκεντρώσεις βιταμίνης D μέχρι 80 ng/ml είναι ασφαλείς για παιδιά και ενήλικες. Σε συγκεντρώσεις υψηλότερες των 100 ng/ml μπορεί να παρατηρηθεί τοξική δράση. Αυτό συμβαίνει όταν η καθημερινή λήψη βιταμίνης D είναι μεγαλύτερη από 10.000 IU (διεθνείς μονάδες) την ημέρα για τους ενήλικες, δηλαδή 10 φορές πάνω από τη συνιστώμενη δοσολογία. Πολλές υγειονομικές αρχές συστήνουν σήμερα 800-1.000 IU την ημέρα αλλά μια τέτοια δοσολογία είναι αδύνατο να προσληφθεί από τη διατροφή. Η υπερβιταμίνωση D λόγω λήψης τροφής είναι σχεδόν αδύνατη και δεν συμβαίνει ποτέ από έκθεση στον ήλιο.