Βιοψία μαστού (core biopsy) είναι η λήψη ιστού από ένα ύποπτο ογκίδιο ή όγκο του μαστού. Γίνεται στο ιατρείο, με τοπική αναισθησία. Λέγεται διαδερμική γιατί γίνεται χωρίς χειρουργική τομή, με ειδική κόπτουσα βελόνα βιοψίας, κατευθυνόμενη μέσω των υπερήχων ή του μαμμοτόμου. Η βελόνα αυτή εισάγεται στο κέντρο της ύποπτης περιοχής, αφαιρώντας πολύ μικρά τμήματα ιστού από το κέντρο της βλάβης, γι αυτό και η διαδικασία αυτή λέγεται βιοψία του πυρήνα (core biopsy). Τα τμήματα αυτά εξετάζονται ως κανονική ιστολογική βιοψία και όχι ως κυτταρολογική εξέταση. Έτσι οι ασθενείς δεν υποβάλλονται αρχικά σε χειρουργική επέμβαση ανοιχτής βιοψίας. Απαιτείται καλή εκπαίδευση από τους γιατρούς, έτσι ώστε να αποφεύγεται η λανθασμένη λήψη βιοψίας από υγιές σημείο του μαστού. Μας βοηθάει να ξέρουμε τη διάγνωση και να τη συζητήσουμε με τις ασθενείς μας πριν από οποιαδήποτε θεραπεία.
Όταν η βιοψία δείξει ότι πρόκειται για καλοήθη βλάβη, η ασθενής εφησυχάζεται και τότε η επέμβαση μπορεί να αποφευχθεί (π.χ. ινοαδένωμα).
Αν η βλάβη είναι μεν καλοήθης αλλά προκαρκινική (π.χ. θήλωμα) θα γίνει μικρή επέμβαση μόνο για την αφαίρεσή της χωρίς περαιτέρω ανησυχία ή περιττές επεμβατικές ενέργειες. Έτσι μπορεί να μειωθεί ο αριθμός των περιττών χειρουργικών επεμβάσεων.
Σε περιπτώσεις που η βιοψία αυτή δείξει καρκίνο, απαιτείται συνήθως χειρουργική επέμβαση εκτός κι αν υπάρχουν ήδη μεταστάσεις. Είναι πολύ βασικό να έχουμε εγκαίρως πλήρη εικόνα της κάθε περίπτωσης και να αποφασίζουμε μαζί με τις ασθενείς μας τη σωστή θεραπευτική οδό που θα ακολουθήσουμε, κομμένη και ραμμένη ειδικά στα μέτρα της κάθε γυναίκας, ανάλογα με την ηλικία της, την κατάσταση της υγείας της, τις ανάγκες και τις επιθυμίες της, αλλά και τα νεώτερα δεδομένα της Ιατρικής.
Η core biopsy χρησιμοποιείται επίσης για την βιολογική ταυτοποίηση των όγκων και τον καθορισμό της σωστής στοχευμένης θεραπείας, σε γυναίκες με αρχικά ανεγχείρητους όγκους πριν χειρουργηθούν ή όταν ήδη υπάρχουν μεταστάσεις.
Είναι λάθος να χειρουργούνται γυναίκες με οποιοδήποτε όγκο στο μαστό, χωρίς προηγουμένως να έχει επιβεβαιωθεί με βιοψία αν πρόκειται για καλοήθεια ή καρκίνο. Είναι εντελώς διαφορετικό να ξεκινάει κάποιος να χειρουργήσει μια καλοήθη νόσο του μαστού, σε σχέση με έναν καρκίνο μαστού. Ο γιατρός που θα χειρουργήσει πρέπει από πριν να ξέρει με τι έχει νόσο να κάνει, έτσι ώστε να σχεδιάσει την κατάλληλη επέμβαση. Στις περιπτώσεις καλοήθων ογκιδίων γίνεται μια απλή αφαίρεση, ενώ στα κακοήθη απαιτείται ευρύτερη εκτομή με υγιή όρια και έλεγχος των λεμφαδένων. Διαφορετικά, αν ο χειρουργός δεν ξέρει τη διάγνωση από πριν, αυτό σημαίνει ότι πιθανότατα θα χρειαστεί και δεύτερη επέμβαση αργότερα για καλύτερο καθαρισμό του μαστού και έλεγχο των λεμφαδένων στη μασχάλη.
Είναι λάθος να χειρουργούνται γυναίκες με διαγνωσμένο καρκίνο μαστού, χωρίς προηγουμένως να έχει γίνει πλήρης έλεγχος για μεταστάσεις. Διότι αν ήδη υπάρχουν μεταστάσεις η επέμβαση είναι μικρή ή περιττεύει εντελώς και απαιτείται μόνο core biopsy και φαρμακευτική αγωγή.